Στα (πενιχρά) νέα της τελευταίας βδομάδας συγκαταλέγεται και η είδηση του αποκλεισμού των παιδιών των προσφύγων από την πρόσβαση στο σχολείο, λόγω μιας ξενοφοβικής ανακοίνωσης ενός whatever σωματείου συλλόγου γονέων και κηδεμόνων, για λόγους –λέει- καθαρά υγειονομικούς.
Δε θα σταθώ στο κυρίως θέμα της είδησης, για το οποίο πολύ μελάνι χύθηκε –και για το οποίο, πιστεύω, θα υπάρξει και συνέχεια. Εννοείται ότι, εκ των προτέρων, συντάσσομαι με την πλευρά εκείνη που στηλιτεύει και καταγγέλλει το γεγονός και δεν διεξέρχεται καν την διαδικασία να αποδείξει ως φιάσκο ή πρόφαση την «υγειονομική» παράμετρο του ζητήματος.
Θέλω όμως να σταθώ σε μια παράξενη, σε μια απολύτως ανεξήγητη για μένα πλευρά του θέματος, σε μια ούτως ειπείν πρωτόγνωρη για μένα εμπειρία, να διαβάζω και να αντιλαμβάνομαι επικριτικά και αρνητικά σχόλια για την άμεση σύνταξη με τους καταγγέλοντες την υπόθεση αυτή, και μάλιστα από εκπροσώπους της νεώτερης γενιάς, από την επόμενη γενιά, από τα ίδια τα παιδιά μας. Και εξηγούμαι: κάτω από δημοσιεύσεις, κάτω από αναρτήσεις κοινωνικής δικτύωσης, κάτω από ειδήσεις παντοιότροπες για το θέμα αυτό, είδα με έκπληξη ειλικρινή, σχόλια ή απαντήσεις που μου σήκωσαν την τρίχα κάγκελο:
«Θα έστελνες εσύ τα δικά σου τα παιδιά εκεί όπου έχει μικρόβια», «Μη βιάζεσαι, προτού ν’ ακούσεις και την άλλη πλευρά», «Θα γίνουμε αποικία του Ισλάμ», «Θα μας κατατροπώσουν και εμείς θα χαζεύουμε», και άλλα τέτοια. Κι αυτά, αγαπητέ αναγνώστη, δεν τα λέει ο –αποδεδειγμένος- γραφικός της συντηρητικής παράταξης, ούτε ο εκπεφρασμένος ξενόφοβος των μέσων, αυτούς τους ξέρουμε, κουκιά τρώνε κουκιά μαρτυράνε. Τα λένε παιδιά, νέοι μέσα από τα σπίτια μας, γενιές που εμείς μεγαλώσαμε και εκθρέψαμε, και που σήμερα μας τη βγαίνουν απ’ τα δεξιά και απορούμε. Αλλά, γιατί; Γιατί;
Σωστά: γιατί να απορούμε, αγαπητοί συνάνθρωποι και συναγωνιστές; Το μέγα μερίδιο όλης αυτής της κατάστασης και πάλι, βαρύνει εμάς. Εμάς, που ζήσαμε ωραία και καλά μέσα στη φούσκα της καλοζωίας, και που διδάξαμε στα παιδιά μας την ίδια την καλοζωία με όλους τους όρους και όλους τους τρόπους του ευ βολεύεσθαι, παιδάκια που χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά την κάρτα και το κινητό μας, παιδιά που δεν κατάλαβαν ποτέ την πολιτική (μην ασχοληθείς, όλοι ίδιοι είναι), παιδιά σε εκλογική ηλικία που δεν ήξεραν τι γίνεται σήμερα και είχαμε εκλογές -την ίδια ώρα που ο πατέρας τους έτρεχε σαν τρελός να αποκομίσει οφέλη για την πλευρά που πίστευε σωστή, κι ας μην είχε προσωπικό διάφορο. Παιδιά τέλος με σαλτανάτι, με θάρρος και με ταλέντα στο ενεργητικό τους, με χιλιάδες ώρες πτήσης πάνω στο σχολικό βιβλίο και στο σκέφτομαι-και-γράφω-ό,τι-μου-υποδεικνύουν-οι-άλλοι, με εκατομμύρια ώρες πάνω σε λάπτοπ που έλιωσε η οθόνη του, με ενδιαφέροντα και με γλώσσες, με γνώσεις (λίγο αμάσητες, αλλά πάντως βάσεις), παιδιά αγαπημένα και χαϊδεμένα, χωρίς γεύση του έξω κόσμου, γιατί δε χρειάζεται – εγώ, που είμαι παντοδύναμος και αιώνιος, θα είμαι πάντοτε εδώ. Κάνε δουλειά σου.
Απ’ τα χέρια μου έχουν περάσει, εξόν απ’ τα δικά μου τα παιδιά, και μια πλειάδα άλλων, μικρών και μεγάλων, που μπορεί και να αριθμούν σε έτη φωτός τα τριπλάσια απ’ τα πραγματικά μου χρόνια. Και πάντα έλεγα, μικρά είναι ακόμη μωρέ, τα πάθη και οι συμφορές του κόσμου τούτου είναι πολύ δυσβάσταχτο πράγμα, γιατί να τα πικραίνουμε και να μην. Να παίζουν, να γελάνε, να απολαμβάνουν. Προβλήματα, να- σωρό, όταν βρεθούν στη δικιά μας ηλικία. Μα μήπως κι εμείς δεν απολαύσαμε το χαβαλέ; φωτιά θα πέσει να μας κάψει. Μια χαρά μας είχαν προστατευμένους οι δικοί μας γονείς, που είχαν ζήσει και εμφύλιο και δυσκολίες και όλα. Σε μας, βέβαια, ήρθε κι έδεσε η χούντα, η μεταπολίτευση και το κάθε γειτονιά και παρέμβαση, κάθε χωριό και αφισοκόλληση. Μάθαμε πολιτική ιστορία εκόντες άκοντες, αδημονούσαμε να φτάσουμε 21 να ψηφίσουμε – άλλο αυτό. Στα παιδιά μας λέγαμε, εσύ θα ζήσεις σε καλύτερο κόσμο. Κι ήρθε το κύμα, και μας παρέσυρε όλους, μας πήρε και μας σήκωσε.
Κι αρχίσαμε τις βόλτες. Και τις νουθεσίες, εσύ το διάβασμά σου, εγώ θα πληρώνω το φροντιστή κι εσύ να βγάλεις το σχολείο και να μπεις σε μια αξιοπρεπή σχολή, εντάξει; Και δώστου αγάπες με τον καθηγητή που θα βάλει το είκοσι, και δώσε και φράγκα στο ιδιαίτερο γιατί «αυτός είναι που περνάει κόσμο στα πανεπιστήμια». Και το παιδάκι άφησε τα πλεϋμομπίλ και τις μπάρμπι κι έπιασε τις παπαγαλίες, πού καιρός για εξωσχολικά. Άσε πια που η βιοτεχνία των παιδικών αναγνωσμάτων είχε γίνει μια σούπα, εκατομμυριούχοι έγιναν όσοι ασχολούνταν με το μοδάτο πράγμα – προσωπικά ποτέ μου δεν συγκινήθηκα να το πιάσω στα χέρια μου, αλλά τέλος πάντων, ευτυχισμένα ήταν τα παιδάκια και οι μεγάλοι που το απολάμβαναν πρώτοι, έστω και περιμένοντας στην ουρά αποβραδίς. Ως εκεί όμως.
Κι έρχεται σήμερα η ώρα, που θέλουμε να μας αποκριθούν στο κάλεσμά μας, να μας ερμηνεύσουν και να συνταχθούν μαζί μας, τώρα που έρχεται το μεγάλο κύμα, εκείνο που ούτε και μείς ξέρουμε πού θα μας βγάλει και πώς θα καταλήξει. Να μας μιλήσουν για το ευρωπαϊκό όραμα, για το αύριο της μεγάλης ηπείρου, για το θεματικό πάρκο της οικουμένης που αλλάζει. Κι όλα αυτά, χωρίς εφόδια. Χωρίς να τους έχουμε ζητήσει να πάρουν, έστω, ένα πράγμα από δω και να το πάνε εκεί. Χωρίς να τους έχουμε κάνει ποτέ λόγο για την αγάπη της ιδέας, για την θυσία, για το ιδεατό. Ό,τι πίστευαν μέχρι σήμερα ήταν αυτό που τους επιτρέπαμε να πιστεύουν – είμαι καλός και άξιος, άρα ορίζω το μέλλον μου.
Επειδή όμως τελικά πια κανείς δεν το ορίζει αυτό το μέλλον, σε κανέναν δεν μπορούμε να υποσχεθούμε, ανακόλουθοι και ψεύτες. Δε φταίνε τα παιδιά μας που δεν έχουμε πια παρά μόνο εκείνες τις παλιές μεταφράσεις του Μάρξ, τις πολυτονικές. Τις σημειώσεις του Μπακούνιν, τα πρώτα γραπτά του Λένιν. Για τα οποία ποτέ δεν είπαμε, με το χέρι στην καρδιά, πώς και πού κατέληξαν.
Δε θα προχωρήσει όμως έτσι ο κόσμος, παιδιά. Κάναμε λάθος.
Τα προσφυγόπουλα δεν έχουν αρρώστιες, πολλά απ αυτά ήταν επίσης καλοζωισμένα στη χώρα τους, τα μικρά στα σχολεία δεν κινδυνεύουν. Εμείς έχουμε κάνει λάθος, αλλά δε θέλουμε να το παραδεχτούμε.
Τα δικά σας τα παιδιά (μακάρι!), θα έχουν την ευκαιρία να τα ζήσουν όλα αυτά από κοντά, να τα ξαναδούν και να είναι πια έτοιμα για τον κόσμο που έρχεται. Κι αν εμείς αποκοιμηθήκαμε στον ίσκιο μιας παλιάς επανάστασης, μην κάνετε κι εσείς το ίδιο λάθος. Η ζωή, το έχει αποδείξει πολύ πριν από μας, δεν περιμένει να μάθουμε την ιστορία της για να προχωρήσει. Είναι ένα ποτάμι βαρύ, ορμητικό και βίαιο. Και δε σκοπεύει ν’ αφήσει κανέναν να μην ξέρει.