Είμαστε στις 3 Σεπτεμβρίου του 1955. Η γυναίκα του Τούρκου προξένου στη Θεσσαλονίκη ζητά από κάποιον Έλληνα φωτογράφο να της βγάλει μια αναμνηστική φωτογραφία από το σπίτι στο οποίο γεννήθηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ (το οποίο, για όσους δε το γνωρίζουν, βρίσκεται εντός του τουρκικού προξενείου), για να την πάρει μαζί της ως ενθύμιο, αφού την επόμενη ημέρα θα έφευγε για την Τουρκία.
2 μέρες αργότερα, τα ξημερώματα 5ης προς 6η Σεπτεμβρίου 1955, εκρήγνυται βόμβα εντός του κήπου του Τουρκικού προξενείου, προκαλώντας υλικές ζημιές στην Οικία του Κεμάλ. Πίσω από την επίθεση, όπως αποδείχτηκε αργότερα βρίσκονταν ένας Τούρκος υπήκοος με καταγωγή από την Κομοτηνή κι ο Τούρκος κλητήρας του Προξενείου.
Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ασήμαντο, αν δεν ακολουθούσαν τα γεγονότα σε μορφή χιονοστιβάδας. Το επόμενο απόγευμα, η εφημερίδα Instanbul Ekspres κυκλοφόρησε έκτακτο φύλλο με τη φωτογραφία της οικίας του Κεμάλ παραποιημένη, ώστε να φανεί ότι οι ζημιές στο πατρικό σπίτι του Εθνάρχη της Τουρκίας ήταν τεράστιες από την έκρηξη. Αυτή ακριβώς η φωτογραφία είναι που έδωσε το σήμα για τους βανδαλισμούς των καταστημάτων των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης το βράδυ της 6ης Σεπτεμβρίου.
Η επίθεση και το κυνηγητό εκείνης της νύχτας ήταν που ώθησε τους περισσότερους από τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης να αφήσουν την πόλη που γεννήθηκαν και να πάρουν κι αυτοί το δρόμο της προσφυγιάς για την Ελλάδα. Φυσικά, τεράστιο ποσοστό αυτών ήρθαν και στη Θεσσαλονίκη.
Η πόλη, όπως είδαμε και στα προηγούμενα μέρη του αφιερώματος, είχε μπει σε μια τροχιά ανάπτυξης κι ευημερίας από την πρώτη κιόλας πενταετία του 1950. Οι υποδομές της είχαν εκσυγχρονιστεί, το εμπόριό της παρέμενε ακμαίο, ενώ οι εκτάσεις που είχε στα χέρια της η Εβραϊκή κοινότητα της πόλης πριν το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, έκατσαν μπερεκέτι στους πάσης φύσεως αετονύχηδες στων οποίων τα χέρια πέρασαν για εκμετάλλευση. Αλλά δε τα λέμε αυτά, ιστορία γράφουμε έτσι;
Δεν είναι μόνο το εμπόριο, οι υποδομές και η ρυμοτομία όμως που είχαν βάλει την πόλη σε μια πιο ευρωπαϊκή πορεία εκείνη την εποχή, προσπαθώντας να τη μετατρέψουν σε ισχυρό οικονομικό κέντρο. Η Θεσσαλονίκη πολύ γρήγορα έγινε και πολιτιστικό κέντρο, με μερικούς από τους σημαντικότερους πνευματικούς ανθρώπους της ιστορίας της χώρας να είναι τέκνα της και να ξεκινούν τη μετάδοση της πνευματικής τους εργασίας από το αναγνωστικό κοινό της Θεσσαλονίκης. Τα περιοδικά «Νέα Πορεία» (των Χρίστου Ντάλια και Τηλέμαχου Αλαβέρα, από το 1954), «Διαγώνιος», του Ντίνου Χριστιανόπουλου (1958) και η «Κριτική» του Μανώλη Αναγνωστάκη (1959), είναι τα σημαντικότερα στην εξάπλωση αυτού ακριβώς του πνευματικού ρεύματος κατά τη δεκαετία του ’50. Αυτά γιατί το σκυλάδικο δεν είναι η μόνη συνεισφορά της Θεσσαλονίκης στην πνευματική ζωή αυτής της χώρας, μην κοιτάτε που βγάζανε Ψωμιάδη νομάρχη 20 χρόνια κι αν δεν είχε καταδικαστεί θα τον βγάζανε ακόμα.
Η Θεσσαλονίκη δεν αναπτύσσεται όμως ούτε μόνο πολιτιστικά. Μετά την κατασκευή του Καυταντζογλείου που είχαμε δει στα προηγούμενα μέρη του αφιερώματος, οι άλλες δύο ομάδες της Θεσσαλονίκης αποκτούν κι αυτές το δικό τους μόνιμο σπίτι. Πρώτα ο Άρης με την κατασκευή του Γηπέδου στη Χαριλάου το 1951 και μετά ο ΠΑΟΚ με την κατασκευή του σταδίου της Τούμπας το 1959, του πρώτου γηπέδου στην Ελλάδα με χορτάρι για αγωνιστικό χώρο, του οποίου η ιστορία είναι γνωστή πως χτίστηκε χάρη στα μεροκάματα που χάριζαν οι οικοδόμοι οπαδοί του ΠΑΟΚ για να αποκτήσει το προσφυγικό τους σωματείο τη μόνιμη φωλιά του. Αυτό για να καταλάβουν κάποιοι πόσο δύσκολο είναι για τον ΠΑΟΚτσή να φύγει από την Τούμπα και να πάει οπουδήποτε αλλού.
Άλλες εποχές και στον αθλητισμό τότε. Δεν είναι μόνο τα μεροκάματα που χάρισαν για την ανέγερση οι ΠΑΟΚτσήδες. Σε όλες τις ομάδες θα βρεις περιστατικά αφιλοκερδούς προσφοράς από τον κόσμο για την ενίσχυση των συλλόγων τόσο τη δεκαετία του ’50, όσο κι αργότερα. Πλέον ο κόσμος δεν πηγαίνει ούτε τα παιχνίδια να δει, αλλά αυτό μάλλον είναι θέμα για άλλο άρθρο.