Τότε, ήταν τρομακτικό. Ένα Λονδίνο σε πανικό, περιπολικά να ανεβοκατεβαίνουν τις λεωφόρους με τις σειρήνες ανοιχτές. Στις στάσεις του μετρό, “Go home and stay home” με μεγάλα γράμματα. Διπλοκλειδωμένες οι στάσεις, με μια πινακίδα μόνο, με μεγάλα γράμματα.
Παραμείναμε στο Hampstead. Τα τηλέφωνα όλα νεκρά, μόλις που είχαμε προφτάσει να στείλουμε πως είμαστε καλά, να μην ανησυχούν οι δικοί μας, το μικρό άρρωστο με πυρετό και τα μεγάλα να αδημονούν να τελειώσει η κρίση και να υποδεχτούμε το νέο Harry Potter. Ουρές έξω από τα βιβλιοπωλεία, μερικοί εκκεντρικοί ντυμένοι ήδη μάγοι.
Κανένας μάγος όμως δεν μπορούσε να συλλάβει το μέγεθος της καταστροφής. Όχι της τρέχουσας, αλλά της μελλούμενης.
Τώρα, είναι η φρίκη, σκέτη. Το απύθμενο, εκείνο το ακατάληπτο μίσος. Δεν είναι πιά ένα μοναδικό περιστατικό, μια μάχη από την οποία γλυτώσαμε και συνεχίζουμε.
Είναι το μίσος. Οι νεκροί, οι όμηροι, το θλιβερό ποσοστό της απόγνωσης. Εκεί που δε μιλάει πιά κανένας με κανέναν. Μείνετε σπίτια σας, γιατί έξω κυκλοφορεί ο κίνδυνος. Η σφαγή. Οι άνθρωποι που δεν μιλούν, αιχμαλώτισαν τους ανθρώπους που ήθελαν να δούνε ένα έργο στο θέατρο. Το μίσος. Αυτό που δεν ξέρω δεν υπάρχει και δεν πρέπει να υπάρχει. Έχω τον τρόπο να το κάνω να σιγήσει.
Η Δύση έντρομη. Όχι γιατί δεν έζησε το μίσος –αιώνες ολόκληροι βουτηγμένοι στο μίσος, στην απόρριψη, στην παρακμή. Αλλά επειδή ήδη τώρα καμαρώνει τα δικά της παιδιά, εκείνα που μεγάλωσαν με άλλες ιδέες, που κατάφεραν να συνυπάρχουν στο ίδιο θρανίο με τον αλλόγλωσσο και τον αλλόθρησκο. Με τον διαφορετικό. Όταν ήδη έχουν διαβεί ποταμούς από αίμα –κι έρχεται τώρα μια καινούργια οργή να μας θυμίσει πως εκείνο το αίμα είχε ταυτότητες, πως δεν είναι αρκετό, πως δεν ήταν ποτέ αρκετό.
Ποιος μπορεί να άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου; Ποιος έδωσε το σύνθημα του μίσους; Ποιος χωρίζει τον κόσμο σε ταυτότητες; Και τι είναι, τελικά, αυτές οι ταυτότητες; Ούτε οι κάμποι, ούτε τα άπαρτα ψηλά βουνά –είναι η τόσο παλιά, η αρχέγονη τελετουργία του εμείς, εδώ, εμείς το ξέρουμε το μονοπάτι, εμείς, οι εκφραστές της ανεμότρατας, καταστρέψτε ό,τι υπάρχει, αλλιώς δε θα υπάρχουμε.
Η ανθρωπότητα γυρίζει στο μηδέν. Φρίκη και κόλαση, μόνο αυτά. Και ο φόβος. Κρυφτείτε μέσα, μπείτε στο λαγούμι και περιμένετε.
Η απάντηση δεν είναι, δεν πρέπει να είναι, η βία και η σιωπή. Πρέπει επιτέλους να βρούμε τις απαντήσεις. Το θάρρος να τις ανασύρουμε από την ίδια τη συνύπαρξη. Να σταματήσουμε το φόβο.
Όλο και πιο πολύ έρχονται στο μυαλό εκείνες οι εικόνες, δέκα χρόνια πριν –αλλά και η γενναία, φλεγματική στάση των βετεράνων του πολέμου, που δυό μέρες μετά είχαν πλημμυρίσει το St. James Park για να γιορτάσουν την λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το είχαν οργανώσει από πριν, δεν το άλλαξαν. Δε φοβόμαστε, είπαν, και βγήκαν με τα μπαστούνια τους και τα παράσημα και τα σαντουϊτσάκια τους τυλιγμένα στο ασημόχαρτο οι κυρίες με τα καπέλλα, τα παιδάκια που παίζανε μέσα στην ηλιόλουστη μέρα με τις πάπιες της λίμνης. Όπως σε κάθε μέρα παρέλασης. Αυτό. Έξω από τα λαγούμια, έξω από τη σιωπή. Στον ήλιο, όλα.