Από το βράδυ της Παρασκευής που έλαβε χώρα το πραξικόπημα στη γειτονική Τουρκία, είχα στο μυαλό μου να γράψω δύο κουβέντες για τα γεγονότα σε αυτή τη γωνιά του ίντερνετ που έχουμε πρόσβαση.
Είναι όμως σχεδόν αδύνατον να πάρεις ξεκάθαρη θέση για τα γεγονότα. Είχα εξ’ αρχής την πεποίθηση, την οποία και διατηρώ, ότι ένα στρατιωτικό πραξικόπημα ουδέποτε δίνει λύση στα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει μια χώρα. Για όσους δε θυμούνται, η Τουρκία έχει γίνει τον τελευταίο χρόνο τόπος τρομοκρατικών χτυπημάτων περίπου με συχνότητα 1 το μήνα.
Δεν είναι βέβαια μόνο το ζήτημα των τρομοκρατικών επιθέσεων. Η Τουρκία από την αρχή του πολέμου στη Συρία έχει καταστεί διαμετακομιστικό κέντρο προς τη Δύση για εκατομμύρια πρόσφυγες. Στον τομέα αυτό η κυβέρνηση Ερντογάν έχει καταφέρει κι έχει πάρει μεγάλη οικονομική βοήθεια από την Ευρώπη για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Όσοι έχετε παρακολουθήσει τη διακυβέρνηση Ερντογάν στο εσωτερικό της Τουρκίας θα καταλαβαίνετε όμως που είναι το κόλλημά μου. Ο Τούρκος πρόεδρος, ο οποίος συμπεριφέρεται σαν ένας πραγματικός ελέω Θεού βασιλιάς της πάλαι ποτέ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο οποίος επιχειρεί να ανατρέψει την καθεστηκυία τάξη του νεότερου τουρκικού κράτους που δημιούργησε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ο Κεμάλ Ατατούρκ, έχει φυλακίσει πολιτικούς αντιπάλους, έχει απαγορέψει τα social media, έχει κλείσει εφημερίδες και φυσικά ως εκ τούτου εκλέγεται από τη μεγάλη πλειοψηφία του τουρκικού λαού.
Είναι λοιπόν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν πράγματι ο δημοκρατικά εκλεχθείς πρόεδρος του τουρκικού κράτους, οπότε η ανατροπή του με πραξικόπημα δε μπορεί να μας βρίσκει σύμφωνους. Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν βέβαια ότι όλη αυτή η ιστορία του πραξικοπήματος ήταν στημένη και στην ουσία προβοκάτσια του ίδιου του κράτους, αλλά από τη στιγμή που δεν υπάρχουν αποδείξεις γι’ αυτό, παραμένει απλά θεωρία.
Ένα αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα δε μπορώ σε καμμία των περιπτώσεων να το αξιολογήσω ως αρνητική εξέλιξη. Δε θυμάμαι ουδέποτε να οδηγήθηκε μια χώρα σε καλύτερη και πιο δίκαιη διακυβέρνηση υπό κυβέρνηση στρατιωτικών. Το τελευταίο χαρακτηριστικό παράδειγμα που μπορώ να φέρω είναι φυσικά τα γεγονότα που ονομάστηκαν ‘’Αραβική Άνοιξη’’, από τα οποία έχει ξεπηδήσει το μόρφωμα του ISIS που απειλεί όλο τον υπόλοιπο πλανήτη.
Για ακόμη μια φορά, η Τουρκία καλείται να αποδείξει που ανήκει.
Από τα ξημερώματα του Σαββάτου που οριστικοποιήθηκε η ήττα των πραξικοπηματιών, οι εικόνες με το μαινόμενο πλήθος να λιντσάρει τους στρατιώτες που κατέβηκαν στο δρόμο έκαναν το γύρο του κόσμου. Χθές και σήμερα τα τουρκικά μέσα μεταδίδουν τις σκέψεις της κυβέρνησης Ερντογάν, υπό την πίεση αρκετά μεγάλου κομματιού του πληθυσμού, να επαναφέρει τη θανατική ποινή για όσους συμμετείχαν στο πραξικόπημα.
Μια κυβέρνηση που θέλει να λέγεται δημοκρατική δε μπορεί εν έτει 2016 να στέλνει κόσμο στο εκτελεστικό απόσπασμα. Τέτοιες πρακτικές δε μπορούν παρά να μας βρίσκουν απέναντι. Είναι χρέος και της Ευρώπης, η οποία αντιμετωπίζει την Τουρκία σαν ισότιμο εταίρο, τόσο στο προσφυγικό ζήτημα, όσο και σε πλήθος άλλων, να πιέσει ούτως ώστε να μην εφαρμοστούν οι κτηνωδίες που βλέπουμε στα κράτη υπό το ISIL και έξω απ’ την πόρτα μας.
Ο Νορβηγός ακροδεξιός μακελάρης Άντερς Μπρέιβικ που το καλοκαίρι του 2011 σκότωσε σε κάμπινγκ του Εργατικού κόμματος 69 μέλη της νεολαίας του, τιμωρήθηκε με την υψηλότερη δυνατή ποινή του Νορβηγικού ποινικού συστήματος, τα 21 χρόνια φυλάκισης. Κι αυτό είναι το σωστό. Τα ευνομούμενα, δημοκρατικά κράτη τιμωρούν, προσπαθούν να σωφρονίσουν, περιορίζουν τις ελευθερίες, ακόμα και στους χειρότερους εχθρούς τους. Τα κράτη που σκοτώνουν τους εχθρούς τους ακολουθούν τους νόμους της ζούγκλας και σ’ αυτό δεν μπορούμε να γινόμαστε συμμέτοχοι.