Είναι από κείνες τις στιγμές, στην πορεία του βίου, που μας γεμίζουν απόγνωση. Και οργή. Και τεράστια θλίψη. Για έναν κόσμο, που ίσως και να ελπίζουμε ακόμη ότι θα γίνει πιο γήινος, πιο δίκαιος και πιο εφικτός.
Μια ιστορία συνήθης, όσο η άμμος της θάλασσας: ένας δευτεροπαντρεμένος, μεγάλος ήδη στην ηλικία, αντιμετωπίζει την – λογική, θα λέγαμε – επιθυμία της νεαρότερης συζύγου του να αποκτήσει παιδί. Ο ίδιος δε θέλει, έχει ήδη παιδιά – αλλά συναινεί με βαρειά καρδιά. Στα σίγουρα, έχουν προηγηθεί συμφωνίες. Στα σίγουρα, και όταν ακόμη συναινούσε, είχε τις αμφιβολίες του.
Και τα παιδιά έρχονται. Μπορεί να χάρηκε, μπορεί να κέρασε την παρέα και να ένιωσε κι ο ίδιος ευτυχής, ευλογημένος. Μόνο που, τα παιδάκια έχουν διαφορές: το ένα είναι αγοράκι, το άλλο κοριτσάκι – συναινώντας, αποδέχθηκε και το ενδεχόμενο να μη γεννήσει και πάλι μόνο το ισχυρό φύλο. Και, το χειρότερο: το κοριτσάκι έχει κάποια προβλήματα. Όχι αξεπέραστα, ίσως, αλλά προβλήματα. Υπερτονία, του είπανε, κι αυτός ζαλίστηκε. Τι πρέπει, δηλαδή, να κάνουν; Να ακολουθήσουν ειδική αγωγή. Συναίνεσε και πάλι. Θα τα βγάζανε πέρα. Να μη στεναχωριούνται, θα το αντιμετωπίσουνε, τους είπαν.
Οι συμφωνίες επανήλθαν. Εγώ θα κρατήσω το υγιές, το αγόρι. Το κορίτσι είναι δικιά σου υπόθεση, κυρία μου – εκτός που είναι κορίτσι, έχει και κινητικά προβλήματα. Δε νομίζω να έχεις την απαίτηση να το φροντίζω και αυτό, κάνε καλά μοναχιά σου.
Η οικογένεια συρρικνώνεται, σχεδόν εκμηδενίζεται και επιστρέφει στο μοιραίο σκηνικό: οι αιτιάσεις του πατέρα εγώ δεν ήθελα, τώρα τι κάνουμε, δηλητηριάζουν το κλίμα και παράγουν τοξικότητα. Το παιδάκι είναι καθημερινότητα πλέον, το σκηνικό ζοφερό, ο ίδιος μεγάλος για τέτοια προβλήματα. Το πρόβλημα κρύβεται κάτω απ’ το χαλί, η ζωή κυλάει και η μάνα παίρνει πάνω της όλο το θέμα, σα να έφταιγε εκείνη και μόνο.
Θα έμπαινε στο νοσοκομείο, να κάνει μια προγραμματισμένη επέμβαση. Ένας θεός γνωρίζει, αν είχε ήδη σκεφτεί με χίλιους τρόπους πώς θα άφηνε το παιδί της στη φροντίδα του – μπορούμε να φανταστούμε, το πώς θα ετοίμαζε την αναχώρησή της, το πώς θα προετοίμαζε το σκηνικό, τις αλλαξιές, τις παραινέσεις, έτοιμο μαγειρεμένο φαγητό ίσως σε τάπερ, μια απουσία επιβελημένη για λίγες μέρες μόνο. Το παιδάκι, όμως, δε θέλει να συναινέσει – αυτός ο πατέρας του είναι ξένος, ποτέ δεν το έχει χαϊδέψει, ποτέ δεν το έχει φροντίσει. Από τότε που γεννήθηκε, το αντιμετωπίζει σαν ένα ασήκωτο φορτίο. Κλαίει και ζητάει τη μαμά του. Η μαμά του όμως δεν είναι εκεί. Το παιδί θυσιάζεται επειδή δεν είναι εκεί ο φυσικός του γονέας. Ο άλλος γονέας, ο υπεύθυνος απέναντι στην κοινωνία και στην αντίληψη της οικογένειας, έχει φτάσει στο όριο της αντοχής του. Δε θα συναινέσει πλέον – οι αντιλήψεις του, οι παλιές του αντιρρήσεις, το ζοφερό σκηνικό της βαρειάς καρδιάς θα επιστρέψουν.
Μια λύση είναι να απαλλάξουμε όλους όσοι σήμερα δεν αισθάνονται καλά με το ρόλο τους. Λύση εύκολη, αποδεκτή από πολλούς, απλή και κατανοητή: οι άντρες δε νογάνε απ’ τη φροντίδα ενός παιδιού, αν μάλιστα είναι και καταναγκαστική και βαρειά εκ των πραγμάτων, καλύτερα η μάνα. Αν η μάνα όμως αδυνατεί, δυσκολεύεται, πρέπει ν’ απουσιάσει, κάλεσε έναν τρίτο καλύτερα. Μια θεία, μια γιαγιά, ένα πρόσωπο κοινής αποδοχής. Όχι αυτόν, που έτσι κι αλλιώς δεν ήθελε ξανά παιδιά, όχι αυτόν, που έχει εκλάβει προσωπικά σαν στίγμα τη γέννηση ενός κοριτσιού και μάλιστα με προβλήματα. Η τραγωδία θα είχε αποτραπεί, ο κόσμος θα πατούσε πάνω στα συγκεκριμένα, προβλέψιμα βήματα. Και τίποτα δε θα είχε συμβεί. Και το παιδί θα ζούσε.
Αυτό επιχειρεί σήμερα να πράξει μια κοινή γνώμη, που ερμηνεύει τα γεγονότα. Να συντονίσει το ανοίκειο με το θεμιτό, να απαλλάξει για μια ακόμη φορά την άγρια απόληξη του εγώ δεν το ήθελα. Να τον αφήσει να κυνηγιέται με τα φαντάσματά του στο περιθώριο της καθημερινότητας, αλλά όχι να του εμπιστευτεί ένα παιδάκι. Ένα κοριτσάκι που είχε μπροστά του από μόνο του έναν γολγοθά – αλλά που θα μπορούσε, κάτω από άλλες συνθήκες, να ξεπεράσει τις δυσκολίες και να ζήσει μια μέρα την ευτυχία, την επιτυχία, τη χαρά, και να εισπράξει τις χαρές ενός αγώνα. Όπως όλα, όταν πιά φτάσουν στο σημείο να μπορούν ν’ αγωνιστούν.
Αυτό το μωρό θυσιάστηκε. Και μαζί και η μάνα, που το κράτησε στην αγκαλιά της και το φρόντισε, έξι χρόνια τώρα. Σε πείσμα όλων των προδιαγραφών, σε πείσμα των αδικαιολόγητων, αλλά και σταθερών ενοχών της. Δεν είναι βέβαιο ποιος απ’ όλους είναι ο αμνός, πάντως κάποιος απ’ όλους συνεχίζει να αίρει την αμαρτία του κόσμου τούτου.
Σε μια κοινωνία αναχρονιστική, σε ένα βόρβορο βαρβαρότητας, όλοι οι συμμετέχοντες είμαστε αμνοί. Άλλος με κρίματα, άλλος αθώος, όλοι μας έχουμε ακούσει, διαβάσει, αφουγκραστεί την έμφυλη θυσία ενός πλάσματος που δεν έπρεπε να υπάρξει. Αν ο συγκεκριμένος δράστης δεν αποκτούσε παιδί, ή αν είχε μόνο ένα αγοράκι, που το φρόντιζε και το αγαπούσε, η ζωή του θα ήταν δύσκολη, αλλά εγκληματίας δε θα γινόταν. Αν η μητέρα δεν έπρεπε να χειρουργηθεί, η ζωή τους θα συνέχιζε τραυματική, αλλά το παιδί της θα ζούσε. Τόσο απλά. Κι αυτό προσδίδει σε κάθε θνητό το μερίδιο της ευτυχίας. Χωρίς αστερίσκους και χωρίς αλλά. Για να το ερμηνεύσουμε αυτό, αρκεί μονάχα η ενθύμηση ενός περιστατικού ξεχασμένου από χρόνια:
Σ’ ένα αραιοκατοικημένο ορεινό χωριό, μια μονοκατοικία πιάνει φωτιά. Εκεί ζούσαν από χρόνια μια μητέρα με την κόρη της, που έπασχε από σύνδρομο Down. Η μάνα σώζεται, το κορίτσι όχι. Το χωριό υπόσχεται να συνδράμει για την αποκατάσταση της ζημιάς. Η μάνα όμως, μπροστά στ’ αποκαϊδια, θρηνεί: τι να το κάνω το σπίτι, πάει το μωρό μου.
Γιατί ο αμνός δεν είναι πάντα ο αναμενόμενος, αυτό είναι το σημείο αναφοράς κάθε ανθρώπινης τραγωδίας. Κι όταν χαράξει η μέρα που οι άνθρωποι θα είναι πραγματικοί και όχι ρόλοι, η ίδια η απώλεια θα δώσει το μέγεθος της τραγωδίας.
Κι η θλίψη, δυστυχώς, δεν προσμετράται μονάχα με την έννοια της υπό όρους ύπαρξης ή μη ενός ανθρώπινου πλάσματος – συνεχίζει να ανακαλύπτει το πρόβλημα χωρίς πραγματική συνείδηση του χαμού. Για ντροπή μας.