Όπως είδαμε στα προηγούμενα μέρη του αφιερώματος η Θεσσαλονίκη τη δεκαετία του 1950 είχε μπει σε τροχιά ανάπτυξης και στον τομέα των υποδομών και στον τομέα του πολιτισμού αλλά και στον τομέα του αθλητισμού. Παρ’ όλα αυτά η Θεσσαλονίκη της πενταετίας 60’-65’ υπήρξε μία ιδιαίτερη πόλη όπου ήταν φανερή η φτώχεια της πλειονότητας των κατοίκων της.
Ο πληθυσμός της τότε έφτανε τις 350.000 κατοίκους με την έκτασή της να ανέρχεται στα 2.500 περίπου εκτάρια μαζί με τους αυθαίρετους οικισμούς που είχαν δημιουργηθεί στα χρόνια του Εμφυλίου. Κατά τα άλλα επικρατούσε στην πόλη μια περίεργη ηρεμία που δεν υπήρχε στην Αθήνα όπου η εσωτερική μετανάστευση είχε αρχίσει ήδη να φέρνει κατά χιλιάδες νέους κατοίκους στην πόλη από την επαρχία. Το ίδιο ίσχυε βέβαια και στη Θεσσαλονίκη αλλά σε πάρα πολύ μικρότερο βαθμό.
Ο κεντρικός εμπορικός τομέας της Θεσσαλονίκης περιοριζόταν τότε μεταξύ των οδών Παύλου Μελά και Ίωνος Δραγούμη από τη μια και Εγνατίας και παλιάς παραλίας από την άλλη με την οδό Εγνατία να συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη εμπορική δραστηριότητα και τους περισσότερους μετακινούμενους κατοίκους, επισκέπτες και εμπορευόμενους.
Κατά τα άλλα τα μέρη της πόλης που είχε εκδηλωθεί η πυρκαγιά του 1917, είχαν ανοικοδομηθεί κατά μεγάλο ποσοστό προσδίδοντας μία εικόνα αστικού περιβάλλοντος που όμως έδειχνε πως δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί. Παρ’ όλα αυτά η Ανατολική Θεσσαλονίκη των παλιών αρχοντικών και των Πύργων, που άρχιζε μετά τον Λευκό Πύργο και έφτανε ως το Ντεπώ, ήταν σχεδόν τότε ανέπαφη με τα όμορφα και επιβλητικά αρχοντικά της περιόδου του «εκσυγχρονισμού» της πόλης των αρχών του 20ου αιώνα να κυριαρχούν αρμονικά στο περιβάλλον.
Όλα έδειχναν να οδεύουν ωραία και καλά μέχρι που ένα γεγονός ήρθε να ταράξει την ηρεμία της πόλης. Η δολοφονία του Γρηγορίου Λαμπράκη. Ο Γρηγόρης Λαμπράκης γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1912 στην Κερασίτσα Αρκαδίας. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στη γυναικολογία. Υπήρξε αθλητής με πολλές πανελλήνιες και βαλκανικές νίκες. Στις εκλογές του Οκτωβρίου 1961 ο Λαμπράκης εξελέγη βουλευτής Πειραιά συνεργαζόμενος με την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ) και υπήρξε ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος της «Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη».
Λίγο μετά τις 8 το βράδυ της 22ας Μαΐου του 1963, ο Γρηγόρης Λαμπράκης ξεκίνησε από το ξενοδοχείο Κοσμοπολίτ της Θεσσαλονίκης, όπου είχε φτάσει τις πρώτες μεταμεσημβρινές ώρες, για να μεταβεί σε εκδήλωση που διοργάνωσε η «Επιτροπή για τη διεθνή ύφεση και ειρήνη», στην οποία ήταν ομιλητής. Από τις 6, όμως, το απόγευμα πολλές δεκάδες άτομα ακροδεξιών πεποιθήσεων είχαν αρχίσει να συγκροτούν συγκέντρωση μίσους στα πεζοδρόμια των οδών Σπανδωτή, Ερμού και Βενιζέλου, κοντά στο κτίριο όπου επρόκειτο να γίνει η συγκέντρωση.
Στον τόπο της συγκέντρωσης βρίσκονταν ήδη 180 χωροφύλακες, καθώς και ο επιθεωρητής Χωροφυλακής Βόρειας Ελλάδας, κανείς τους όμως δεν έδωσε διαταγή να διαλυθεί η συγκέντρωση. Έτσι ο Γρηγόρης Λαμπράκης προπηλακίστηκε καθώς πήγαινε στο κτίριο όπου βρίσκονταν τα γραφεία του Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος, απ’ όπου και εκφώνησε μετά από λίγο το λόγο του, κάτω από τις έξαλλες κραυγές του πλήθους των «αγανακτισμένων πολιτών», ενώ έπεφταν βροχή οι πέτρες εναντίον του.
Μέσα σ’ αυτή την έκρυθμη κατάσταση, αφού ολοκλήρωσε όπως-όπως την ομιλία του για την ειρήνη, ο βουλευτής της ΕΔΑ φώναξε από το μικρόφωνο:
«Προσοχή, προσοχή. Εδώ βουλευτής Λαμπράκης. Σαν εκπρόσωπος του Έθνους και του Λαού, καταγγέλλω ότι υπάρχει σχέδιο δολοφονίας μου και καλώ τον υπουργό Β. Ελλάδος, τον νομάρχη, τον εισαγγελέα, τον στρατηγό Χωροφυλακής Μήτσου, τον διευθυντή της Αστυνομίας και τον διοικητή Ασφαλείας να προστατέψουν τη συγκέντρωση και τη ζωή μου.»
Στο μεταξύ, ο βουλευτής Καβάλας της ΕΔΑ Γιώργος Τσαρουχάς, που ήταν περαστικός από τη Θεσσαλονίκη, έσπευσε κι αυτός για τη συγκέντρωση, αλλά μόλις πλησίασε δέχθηκε άγρια επίθεση από τους ακροδεξιούς, τραυματίστηκε κι ενώ τον μετέφεραν με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο, δέχθηκε ξανά επίθεση των παρακρατικών στοιχείων που τον κατέβασαν κάτω κι άρχισαν να τον χτυπούν και να τον κλωτσούν. Πολίτες τον μετέφεραν αιμόφυρτο, στον Σταθμό Α΄ Βοηθειών.
Ο Λαμπράκης, που δεν είχε μάθει τίποτα για την περιπέτεια του Τσαρουχά, ετοιμαζόταν να φύγει. Παρουσιάστηκε μπροστά του ο μοίραρχος Παπατριανταφύλλου, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι η περιοχή είχε εκκαθαριστεί από τους συγκεντρωμένους. Μετά μαζί με αρκετά άτομα ξεκίνησαν να περάσουν απέναντι στο ξενοδοχείο. Καθώς διέσχιζαν το δρόμο, ακούστηκε ο θόρυβος από μία μοτοσυκλέτα, που όρμησε με μεγάλη ταχύτητα και έπεσε πάνω στην ομάδα του βουλευτή και των φίλων του, ενώ κάποιος που ήταν ανεβασμένος στην καρότσα, χτύπησε με ένα λοστό τον Λαμπράκη στο κεφάλι. Ο βουλευτής σωριάστηκε αιμόφυρτος στο έδαφος.
Οδηγός του τρίκυκλου ήταν ο Σπύρος Γκοτζαμάνης, μεταφορέας, γνωστός στον υπόκοσμο της Θεσσαλονίκης. Ένας από τους συνοδούς του Λαμπράκη, ο Μανώλης Χατζηαποστόλου, πήδηξε μέσα στην καρότσα του τρίκυκλου και άρχισε να συμπλέκεται με το άτομο που κρατούσε τον λοστό. Αργότερα έγινε γνωστό ότι επρόκειτο για τον Μανώλη Εμμανουηλίδη, καταδικασμένο για βιασμό, παιδεραστία και κλοπή. Ακολούθησε άγρια πάλη. Το τρίκυκλο σταμάτησε, ο Γκοτζαμάνης κατέβηκε και με ένα γκλοπ χτύπησε τον Χατζηαποστόλου, έως ότου εμφανίστηκε ένας απλός τροχονόμος, ο οποίος μη γνωρίζοντας όσα είχαν προηγηθεί, συνέλαβε τον Γκοτζαμάνη κατόπιν υποδείξεων των περαστικών. Στο μεταξύ ο Λαμπράκης μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, όπου διαπιστώθηκε ότι ήταν θανάσιμα τραυματισμένος.
Το χτύπημα κατά του Λαμπράκη προκάλεσε μια άνευ προηγουμένου πολιτική κρίση, με τα κόμματα της αντιπολίτευσης και το σύνολο του κεντρώου και αριστερού Τύπου να κάνουν λόγο από την πρώτη στιγμή για οργανωμένο σχέδιο δολοφονίας. Η επίσημη αστυνομική εκδοχή αντίθετα, ήταν ότι επρόκειτο για τροχαίο ατύχημα και αυτήν υιοθέτησε αρχικά και η κυβέρνηση της χώρας. Η σορός του Λαμπράκη μεταφέρθηκε στην Αθήνα, στο ναό του Αγίου Ελευθερίου και εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα, ενώ η νεκρώσιμη ακολουθία έλαβε χώρα στη Μητρόπολη, στις 4 το απόγευμα της 28ης Μαΐου. Την κηδεία παρακολούθησαν όλοι οι αρχηγοί και οι βουλευτές των κομμάτων της αντιπολίτευσης και δεκάδες χιλιάδες λαού.
Όταν το πρωί της 23ης Μαΐου ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έφθασε στο πολιτικό γραφείο, λίγες ώρες μετά τη δολοφονική επίθεση, φώναξε το γνωστό σε όλους: «Μα ποιος κυβερνά επιτέλους αυτήν τη χώρα;». Η πολιτική θύελλα που ξέσπασε έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έπειτα από πέντε περίπου μήνες εκλογική ήττα της κυβέρνησης βίας και νοθείας της ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις). Ακολούθησαν δίκες και μελέτες πάνω στο έγκλημα που κράτησαν χρόνια μέχρι να βρεθούν οι υπαίτιοι και οι ηθικοί αυτουργοί.
Μπορεί λοιπόν η πεναετία αυτή να ξεκίνησε καλά για τη Θεσσαλονίκη αλλά έληξε μέσα σε πολιτική αναταραχή η οποία κράτησε για χρόνια… και να φανταστείτε στην αρχή της πενταετίας κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τα σκοτεινά χρόνια που θα ακολουθούσαν αλλά και τα χαζοχαρούμενα χρόνια που θα ακολουθούσαν μετέπειτα.