Και νάσου λοιπόν, ένα καινούργιο καραβάνι στη Σαλονίκη!
Άνθρωποι κουρελήδες, δυσκολεμένοι, με τα μωρά στην αγκαλιά κι ένα κακό μέσα στο διασταλμένο βλέμμα τους, να βγαίνουν απ’ τη θάλασσα περπατώντας γονατιστοί, να πέφτουν και να φιλούν ένα χώμα πληγωμένο και λασπερό…είναι οι νέοι κάτοικοι της πόλης, ένα λεφούσι τρομακτικό και μαζί συγκινητικό αν και άγνωστο. Απ’ τη στεριά, ήδη έχουν καταφθάσει κύματα από δαύτους, με μουλάρια, ποδαράτοι ή με τραίνα –οι τελευταίοι, πιο καλοζωισμένοι, αν και στο δρόμο έχουν κάνει φτερά τα μισά και πλέον απ’ τα υπάρχοντά τους. Μια οικογένεια μεγάλη, απ’ τους παλιούς τους τσιφλικάδες εκεί «έξω», καταμετρά τα μέλη της και είναι όλοι εκεί, αλλά έχουν χάσει στο δρόμο (ίσως χαζεύοντας στο συρμό) ένα βαγόνι ολάκερο με χαλιά, έπιπλα και κουζινικά. Δεν πειράζει, συγχωρούνται. Είναι όλοι εκεί, και είναι ζωντανοί. Για λίγες κατσαρόλες, ποιος κάνει θέμα;
Τα πρώτα λοιπόν βήματα αυτών των ανθρώπων στην πόλη δεν είναι ούτε εύκολα, ούτε αυτονόητα. Άλλοι μείνανε στο σταθμό, άλλοι στο λιμάνι, άλλοι προσπαθούσαν να βολευτούν σε παράγκες κοντά στη θάλασσα. Κι επειδή το ισχυρότερο δίκτυο από κτίσεως κόσμου είναι το «είπαν πώς…», τραβούσαν κατά δώ και κατά κεί, όποτε κυκλοφορούσε μια φήμη, είπαν πως θα δώσουν σπίτια πάνω στην Ακρόπολη, στο Επταπύργιο και στο Τσινάρι, και, και…Ποτέ δε θα μπορέσει κανείς να καταλάβει ποιοι είναι αυτοί που είπαν, πάντα έτσι κυκλοφορούν και λένε αυτοί οι είπαν, μάλλον παντού οι ίδιοι είναι .
Στην Άνω Πόλη λοιπόν, εκεί στα στενά δρομάκια στο Κουλέ Καφέ και γύρω απ’ τις πορτάρες, πήγαν και εγκαταστάθηκαν οι χριστιανοί –άλλοι πήραν τα παλαιά τουρκικά, άλλοι έκαναν τοίχο το τείχος, ευτυχώς που υπήρχε κ αυτό γερό, κι έχτισαν άλλους τρείς τοίχους και σκεπή, συν μια κουζινούλα, και τουαλέτα στο παραμέρος, εξ ού και μέρος. Και γέμισαν όλα τα σοκάκια παιδικές φωνούλες, ζωντάνεψαν μέχρι και τα τείχη που είχε ξεχάσει και ο βασιλιάς ο Κάσσανδρος ότι υπήρχαν, κι άρχισε το μέρος να ευωδιάζει σκόρδα και κρεμμύδια και σουτζουκάκια και πιπεριές και μελιτζάνες κι όλου του κόσμου του ανατολίτικου τα καλά. Και ρωτούσαν οι ντόπιες οι νοικοκυρές, τι τηγανίζουν, λαλαγγίτες; κι οι καινούργιες έλεγαν, τι λαλαγγίτες καλέ, κοπιάστε να δοκιμάσετε τα τζιεράκια και το ιτς πιλάφι με δαφνόφυλλο, και τα πισία και τα ντολμαδάκια και τα πιροσκί, εμείς εκεί στην πατρίδα έτσι το’ χαμε, η μια να στηρίζει την άλλη, αλλιώς δε γίνεται. Αλλά οι ντόπιοι δύσκολα θα στήριζαν, κλειστοί και καχύποπτοι μετά τις τόσες συμφορές που είχαν περάσει κι αυτοί, χώρια που οι γυναίκες αυτές οι καινούργιες, παρόλα τα χάλια τους και τις κουβέρτες τις στρατιωτικές για πόρτα, ήξεραν και να τραγουδούν και να χορεύουν και να ράβουν και να γίνονται ωραίες με το τίποτα, κι ήταν και δυναμικές και δουλευταρούδες και δεν άφηναν καμιά ευκαιρία να πάει χαμένη και δούλευαν στα σπίτια των πλουσίωνε για ένα κομμάτι ψωμί είτε πλένοντας, είτε συγυρίζοντας, είτε πλέκοντας τα προικιά των κοριτσιών γρήγορα κι όμορφα. Κι είχαν και γλώσσα μεγάλη, αν κανείς τις πείραζε –από κει έμεινε και η σμυρνιά, που να μη σε πιάσει ο στόμας της και τι είχες ν’ ακούσεις.
Έτσι λοιπόν στέριωναν σιγά-σιγά οι πρόσφυγες στην πόλη, όσοι δηλαδή δεν είχαν πάρει το δρόμο το στρατί για να πάνε στα χωριά γύρω-γύρω, επειδή εκεί θα τους δίνανε κτήματα και σπίτια και δουλειές. Κι έτσι όπως δεν ήτανε μαθημένοι να κάθονται και να περιμένουν το μάννα εξ ουρανού, ζόρικα χρόνια και λειψά για όλους, δούλεψαν αμέσως παντού, τά μαθαν όλα και διέπρεψαν και γίνηκαν εκείνοι ο κορμός της ανάπτυξης, που λέει. Γιατί πολλοί απ’ αυτούς στις πατρίδες τους είχαν μορφωθεί, ξέρανε γλώσσες και τέχνες, ξέρανε να μιλάνε, να διαχειρίζονται και να διασκεδάζουν – κι έτσι μπήκε και ο δικός τους ο ρυθμός στα μέχρι τότε δημοτικά και δημώδη, το ρεμπέτικο και η κουλτούρα της ανατολής που είχε ήδη από χρόνια παντρευτεί με το ευρωπαϊκό, ενόσω στο οργανολόγιο των ντόπιων υπήρχε μονάχα ο λυγμός του ζουρνά και το νταούλι. Και δώστου οι βεγγέρες και τα σουαρέ και τα σαντάν και οι χοροί με τα κουτάλια, και κάτι χοροί λεβέντικοι και άγνωστοι με το χέρι στην καρδιά ή στο κούτελο, κι άλλοι πάλι αντικρυστοί και ερωτικοί, κι άλλοτε αγκαλιαστοί όπως χορεύανε «στας Ευρώπας».
Οι οποίες Ευρώπες, πολύ δε περισσότερο η Αμερική απ’ την άλλη τη μεριά, δεν ήταν και στα καλύτερά τους, εδώ που τα λέμε. Διότι καλά οι χοροί και αι πανηγύρεις, αλλά το κόστος του μεγάλου πολέμου δεν έλεγε να ξεχρεωθεί, και μαύρα σύννεφα είχαν αρχίσει και πάλι να μαζεύονται πάνω σε όλους τους λαούς –εκείνοι, φυσικά, την πλήρωσαν και την πληρώνουν- και όλοι βλέπουν τα μελλούμενα να έρχονται, και πολύ γρήγορα μάλιστα. Ανάμεσα στις χώρες δεν βρίσκαμε αγάπες και λουλούδια, αλλά έχθρες και τρικλοποδιές και μίση, άλλοτε και μέσα στις ίδιες τις χώρες μίσος βαθύ χώριζε το ένα μέρος απ’ το άλλο. Ο κόσμος τίποτα δεν είχε μάθει με τον πρώτο πόλεμο, κι έβγαζε τώρα φταίχτες και κακούς όσους τους είχαν φτάσει στη μεγάλη κρίση, κι έτσι ξαναγυρνούσαν στο συντηρητισμό και στο σκοτάδι μικρών και άσημων τυραννίσκων που χαίρονταν μέσα στην αναμπουμπούλα.
Η Ελλάδα δεν ήταν, φυσικά, εξαίρεση: τα λίγα χρόνια που χρειάστηκε για ν’ αναλάβει από την μεγάλη καταστροφή και να δεχτεί τα πληγωμένα της παιδιά, τα επισκίαζε μια βαρειά πολιτική διαμάχη. Ο Βενιζέλος άφαντος να τριγυρίζει στα εξωτερικά κι ο βασιλιάς να δίνει και να παίρνει στο πολιτικό σκηνικό. Ένα μικρό διάλειμμα για μια καινούργια δημοκρατία, με ιδέες φρέσκιες και προτάσεις για παιδεία, κοινωνική δικαιοσύνη και ελευθερία –κι ύστερα πάλι σκοτάδι, δικτατορία, άνθρωποι στις εξορίες και τιμητές να μετρούν το μήκος της φούστας των γυναικών. Των γυναικών που, επιτέλους, έπαιρναν σιγά σιγά τις τύχες στα χέρια τους, που άρχιζαν να μορφώνονται και να ξυπνούν, να γίνονται αυτεξούσιες και να διεκδικούν το αυτονόητο, το δικαίωμά τους στη ζωή και στην αξιοποίηση των δυνατοτήτων τους όπως όλα τα ανθρώπινα όντα. Το Πανεπιστήμιο, δύσκολα στην αρχή, θα δεχτεί τις πρώτες του φοιτήτριες. Το Πανεπιστήμιο στην πόλη της Θεσσαλονίκης θ’ ανοίξει για πρώτη φορά τις πύλες του στους νέους που θέλουν να σπουδάσουν. Μούσαις Χάρισι Θύε, θα γράφει στην προμετωπίδα της η πρώτη ιστορική σχολή στην Εθνικής Αμύνης, το πρώτο Πανεπιστήμιο της πόλης, που μέχρι σήμερα αποτελεί το στολίδι και το καμάρι όλης της πανεπιστημιούπολης.
Χτισμένο πάνω στα ερείπια της έξω των τειχών ανατολικής πλευράς της πόλης, το μέρος αυτό θα διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο όλα του τα χρόνια για όλη την πόλη κι όχι μόνο. Είναι το σωτήριον έτος 1926. Κι είναι η ίδια χρονιά, που ένα αθλητικό σωματείο, φτιαγμένο κυρίως από πρόσφυγες που κατοικούν πλέον στην πόλη και την δυναμώνουν μέρα με τη μέρα, θα κάνει την εμφάνισή του στα δρώμενα της Θεσσαλονίκης.
Αλλά για το κεφάλαιο αυτό θα μιλήσουν οι πλέον αρμόδιοι, οι πιστοί οι πέριξ της Αγίας Βαρβάρας της Τούμπας κατηχούμενοι, ενίοτε δε και προσκλαίοντες….