Για την ταινία «Ουζερί Τσιτσάνης» του Μ. Μανουσάκη, που βασίστηκε στο μυθιστόρημα του πολύ καλού συγγραφέα της Θεσσαλονίκης Γιώργου Σκαμπαρδώνη, έχουν γραφτεί μέχρι σήμερα πολλά, από τη μέρα που βγήκε στις αίθουσες. Και όχι όλα κολακευτικά. Ειπώθηκε, για παράδειγμα, ότι δεν ακολούθησε την αισθητική του βιβλίου, ότι σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε ως μια φθηνή παραγωγή, ότι έφερε μέσα της τα στοιχεία μιας τηλεοπτικής παράδοσης, που χαρακτήριζε λίγο ως πολύ τους συντελεστές. Και ότι, στην τελική, ας μη γυριζόταν καθόλου, αν δεν άξιζε το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.
Είδα την ταινία, ως μια –ας μου επιτραπεί- ιερή υποχρέωση, σαν ένα «εκ των ων ουκ άνευ». Και πιστεύω ότι είναι ακριβώς ένα δείγμα του είδους που περιμέναμε, και συμφωνώ εν πολλοίς με τις κριτικές που πήρε. Διαφωνώ όμως με την ιδέα, ότι δε θα έπρεπε να γυριστεί καθόλου. Είναι μια ταινία που, αν και προήλθε από την «έμπνευση» που έδωσε το βιβλίο –κι όχι μεταφορά του ίδιου του βιβλίου- ανοίγει μια προοπτική για να συζητηθεί το ζήτημα του μεγάλου ποσοστού των θυμάτων. Και στη συζήτηση αυτή, ας μη γελιόμαστε, δεν προσέρχονται σήμερα οι άνθρωποι μόνο με την ανάγνωση του βιβλίου ή με έρευνα σε σχετικές πηγές, λογοτεχνικές ή άλλες.
Το κοινό μιας ταινίας είναι (συνηθίσαμε πιά στην ιδέα του «οφείλει να είναι», δυστυχώς) ευρύτερο από το αναγνωστικό κοινό της χώρας. Κανένας, νομίζω, δεν είχε ενδιαφερθεί μέχρι σήμερα για το θέμα που προσπαθεί, έστω, να διαπραγματευθεί η ταινία –κανένας, που για λόγους πολιτικούς, επιστημονικούς/ερευνητικούς ή και προσωπικούς βρε αδερφέ, δεν έσκυψε πάνω απ’ τις πηγές και δεν αναρωτήθηκε ποτέ για το τι ακριβώς συνέβη εκείνα τα χρόνια σε κείνους τους ανθρώπους. Μεγαλιθικά τα σύγχρονα και κατοπινά της εποχής γεγονότα, κατάπιαν και εξαφάνισαν εν ριπή οφθαλμού όλες τις αντιστάσεις και τις αιτιάσεις των χρόνων εκείνων. Όμως, οι πληγές στις ζωές των ανθρώπων, στο σώμα της πόλης της ίδιας, εξακολουθούν να είναι ορατές. Είναι ακόμα ζωντανή η μνήμη των ανθρώπων, που πίσω από τις γρίλιες παρακολουθούσε την απρόκλητη επίθεση εναντίον φίλων, γειτόνων ή συμπολιτών τους, είναι ζωντανή η φρίκη και η ανάμνηση των ελάχιστων που επιβίωσαν και δεν ξαναβρήκαν γυρίζοντας όσα είχαν αφήσει πίσω τους. Είναι ακόμα απτή η ελεγεία των ανομολόγητων σχέσεων ανάμεσα σε ανθρώπινα σώματα, η αυταπάρνηση των όσων τόλμησαν να υπερασπιστούν ή να κρύψουν ακόμη συμπολίτες τους, καθώς και η περιρρέουσα φημολογία προδοτικών συμπεριφορών, ακόμα και μέσα στους κόλπους της ίδιας κοινότητας, που δεν δικαιώθηκε ούτε εξευμενίστηκε ποτέ. Με λίγα λόγια, η συζήτηση που ανοίγει μετά από μια τέτοια καταγραφή, δεν μπορεί παρά να είναι εποικοδομητική στη μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς –μα και στο ζων δυναμικό μιας μεγάλης πόλης.
Κατά τα άλλα, το εγχείρημα υπήρξε, πράγματι, απογοητευτικό. Δεν θα απέτρεπα όμως κανένα απ’ το να δεί την ταινία –αντιθέτως μάλιστα: να τη δει, να την κρίνει και να την αξιολογήσει, ακόμα και αν έχει διαβάσει το βιβλίο. Το επόμενο βήμα πάνω στο θέμα του αφανισμού, πάνω στο θέμα του φανατισμού και των παραμέτρων μιας ολόκληρης κοινωνίας, θα είναι να διαβάσει το βιβλίο. Κι ύστερα, να πιάσει τις οπτικές με τις οποίες πολίτες αυτής της πόλης, ευαίσθητοι δέκτες των καιρών εκείνων, έγραψαν με τρόπο συγκινητικό και παραστατικό, για τις πικρές εκείνες μνήμες που δεν εξαλείφονται από το γεγονός ότι άλλοι ή και οι ίδιοι υπήρξαν ασφαλείς, από τις εικόνες που εντυπώθηκαν για πάντα στα γραπτά και στις ψυχές τους.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε ένα παιδάκι. «Αυτό είναι ο αριθμός τηλεφώνου μου, τον έγραψα στο χέρι για να τον θυμάμαι», απάντησε με απλότητα η γιαγιά. Αυτή τη συζήτηση ανοίγει η διάδοση της ιστορίας της πόλης. Και οδηγοί σ’ αυτήν, είναι όχι μονάχα ο Γιώργος Ιωάννου, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος και τόσοι άλλοι που έζησαν τον προγραμματισμένο εκείνο χαμό από κοντά, αλλά και όλοι όσοι συμμετείχαν –με όποιον τρόπο- στο να μη χαθεί μια τίμια ματιά στο τι είχε συντελεστεί εκείνα τα χρόνια. Γιατί πέρα από την τοπική ιστορία, υπάρχει και η ανυπέρβλητη αλήθεια. Εκείνη η αλήθεια, που δεν την καταργεί καμία παγκόσμια λήθη, και που θα είναι πάντοτε κάρφος εν τω οφθαλμώ κάθε νοσταλγού του κακού και αδυσώπητου ανθρώπινου παρελθόντος.
Αφορμή για το συγκεκριμένο σχόλιο στάθηκε όχι η ταινία, αλλά η αναδρομική έκδοση των γραπτών του Αλμπέρτου Ναρ «Σαλονικάϊ, δηλαδή Σαλονικιός». Αξίζει.