Να ξεκαθαρίσω απ’ την αρχή ότι η γράφουσα ανήκει σε κείνη την ομάδα ανθρώπων που η θέα και μόνο της μαντήλας στις γυναίκες, νέες και ώριμες, την θλίβει και την αγανακτεί, κλείνει η παρένθεσις.
Μια φορά λοιπόν κι έναν απίστευτο καιρό, υπήρξε μια συνήθεια να παρελαύνει η μαθητιώσα νεολαία σε ρυθμούς εμβατηρίων και ενίοτε με αυστηρή στρατιωτική πειθαρχία, κι από πάνω να βλέπουν οι επίσημοι και από κάτω οι γονείς και άλλοι περίεργοι να χειροκροτούν και να κουνούν πλαστικά σημαιάκια. Για να μη χαλάει δε η συνταγή, το μαθητιώσα νεολαία το έντυναν με στολές ομοιόμορφες και ομοιόχρωμες και χρειαζόταν κάθε φορά να ξηλωθούν οι γονείς για ένα ένδυμα-που-δε-θα-ξαναφοριόταν-ουδέποτε-και-πουθενά.
Επίσης μια φορά κι έναν επίσης απίστευτο καιρό, το ποιος θα κρατούσε το κοντάρι της σημαιός ήταν μια βαρετή τελετή, όπου ο γυμνασιάρχης παρέδιδε στον/στην καλύτερο/η και ουδείς ενεδιαφέρετο, διότι ο υπερ-κόρακας είχε κοπιάσει και ιδρώσει γι αυτό, πράγμα που οι υπόλοιποι δεν είχαν πράξει και για ποιο λόγο άλλωστε. Κι ύστερα ήρθαν οι νεώτερες μανάδες, εκείνες που εύκολα μαλλιοτραβιούνταν «το δικό μου το πεδί το αδίκησε ο μαθηματικός και δεν πήρε τη σημαία» και «έχουμε δύο δέκατα του εκατοστού περισσότερα από το δικό σας» και άλλα χαριτωμένα. Και πάνω κάτω σ’ εκείνη την εποχή, έσκασε και το (ας το πούμε έτσι) ποικίλο μαθητικό δυναμικό στα σχολεία, και τα παιδάκια των ανθρώπων που είχαν έρθει για να βρουν καλύτερη μοίρα στη χώρα μας βρέθηκαν να είναι ενίοτε αριστούχα, και να πρέπει να κρατήσουν και αυτά τη σημαία κ.τ.τ. Και ξοδεύτηκαν συλλήβδην μελάνια και λόγια για το αν επιτρέπεται ή όχι ένας ξένος να κρατά το σύμβολο (το αν ο «ξένος» ήταν καλύτερος μαθητής απ’ το δικό μου το στουρνάρι δεν εξετάζεται), το αν θα έπρεπε οι καθηγητές να το έχουν προβλέψει και να βάζουν μικρότερους βαθμούς στο παιδί ώστε να μην χρειαστεί όλο αυτό το σκηνικό (sic), και το αν η γιαγιά μου είχε καρούλια και πού είναι το κράτος, τί κάνει η πολιτεία.
Και πέρασε καιρός, κι ήρθε ακόμα πιο απίστευτος: Τα μωρά τα δασκαλεμένα έπαιρναν μέρος στις παρελάσεις μόνο και μόνο για να περάσουν μπροστά από τους επίσημοι να τους μουντζώσουν και να τους κάνουν τη μούρη κρέας, και για να μη γένεται φασαρία με λόγια προέδρων και άλλα τινά, έβαζαν προχώματα και κάγκελα και αστυνομικούς που άλλη όρεξη δεν είχαν, κι έπειτα «καλό θέμα βγαίνει στας ειδήσεις και στα κανάλια, οι φούστες είναι κοντές και τα τακούνια πολύ ψηλά και αι γυμνάστριαι ευειδείς». Κι επειδή καταναλώνεται πολύ εύκολα η εθνικιστική μαρμελάδα, δώστου και κάθε φορά τα πλάνα ξανά και ξανά –για το ευσταλές και το ευδόκιμον της παιδικής φύλαξης, για τα ήθη και για τα έθιμα του βουνού και του λόγγου. Μέχρι που ήρθε η ώρα, η από μόνη της ξεπερασμένη από πολλών χρόνων συνήθεια να φέρει στις πρώτες σειρές και άλλα χαρακτηριστικά στοιχεία, του κόσμου τούτου αν και όχι τόσο της χώρας ταύτης. Και έδωσε την ευκαιρία για ένα ακόμη ευκολάκι: πρέπει ή δεν πρέπει; Είναι σωστό; Αντιβαίνει στους κανόνες; Κάνει κάτι σε αποδοχή της διαφορετικότητας, επίσης και της καταπίεσης των γυναικών; (για τους προχωρημένους).
Και, τελικά, ποιος το κρίνει;
Θα σας πω με λίγα λόγια ποιος το κρίνει: αρχικά, είναι εκείνος / εκείνη που έχει κληθεί να είναι, ταυτοχρόνως, και μάνα και πατέρας και ψυχολόγος και κοινωνική λειτουργός και γιατρός και ανιματέρ και θηριοδαμαστής και χωροφύλακας και γητευτής και ηθοποιός και σκηνοθέτης και ταχυδακτυλουργός και λογιστής και θυμόσοφος και φιλόσοφος και παίκτης και κασκαντέρ και εύκολη λεία μιας ολόκληρης κοινωνίας. Αρχικά. Και μπορεί να μην το αφήσει να πάει παρακάτω, να μη γίνει θέμα διότι, όπως προείπαμε, μπορεί να μην βάλει καλούς βαθμούς και το παιδάκι (και ο γονιός) να μην έχει αξιώσεις. Ο ίδιος εκείνος που καλείται να δουλέψει ως μόντεμ μιας γνώσης, μπορεί να δουλέψει και ως καταλύτης κοινωνικών αντιθέσεων και άλλων δεινών. Όσο για το αν τεκμαίρεται ότι έχει τόσα προσόντα στη φαρέτρα του και στη σάκκα του, αυτό δεν προσμετράται. Όλος ο κόσμος περιμένει και αδημονεί να κάνει τη στραβή ο μαθηματικός που αδίκησε ή ο φιλόλογος που αμέλησε για να τονε στήσει στα έξι μέτρα, πού είναι το κράτος και τι κάνει η πολιτεία. Αν ο συγκεκριμένος σύλλογος διδασκόντων δεν αποδεχόταν την παρέλαση της μικρής με το τσεμπέρι, πάλι θα τον έστηναν στα έξι μέτρα. Αν δεν είχε αρκετά καλές επιδόσεις, εξίσου. Κοινώς, ούτε πάνω απ’ τ’ αμάξι, ούτε κάτω απ’ τ’ αμάξι. Αλλά αυτό την κοινή γνώμη δεν τη νοιάζει. Ποσώς. Εμείς, κύριοι, θέλουμε θέαμα και φωνές. Κάθε χρόνο, κάθε εθνική εορτή, κάθε σχόλη και κάθε αργία. Διότι είναι χρυσή ευκαιρία να ροκανίσουμε, να ζήσουμε, να αναπτυχθούμε.
«Στην οδό Αιγύπτου», έλεγε ο ποιητής.
«Πρώτη πάροδος δεξιά
Εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν»….
Δεν είναι όμως βέβαιο ότι σε όλους είναι γνωστός ο ποιητής, ούτε και προαπαιτούμενο. Θα έχουν απομείνει ενεργοί λίγοι που τα ξέρουν, λίγοι που αισθάνονται θλίψη με τη δυσδιάκριτη εξίσωση του εθνικού με το επιτρεπτό – ή με την πραγματικότητα.
Κλείνοντας, μόνο σε ένα πράγμα φαίνεται να είναι χρήσιμη αυτή η κουβέντα, και ίσως γι αυτό και αξίζει τον κόπο να την επιχειρήσουμε: αν η παρέλαση σήμερα προσέφερε ένα ακόμη θέαμα (και θέμα), αύριο αυτό το τόλμημα να γίνει η αφορμή, το κοριτσάκι να μην ξαναφορέσει τη μαντήλα, έστω, όταν μεγαλώσει. Επειδή κανείς δεν της την αρνήθηκε – επειδή κιόλας θα είναι χρήσιμο για τη διδακτική και διδακτέα ελευθερία. Μόνο αυτό.