της ψηλής
Στρίβοντας στους φιδογυριστούς δρόμους της γιορτινής πόλης του Καλαί (ήταν και ανήμερα 14η Ιουλίου) είχαμε πιάσει φευγαλέα κάτω, στο λιμάνι, μια ασυνήθιστη δραστηριότητα: ανατρεπόμενα άδειαζαν, κάθε δέκα λεπτά, μαύρα γυαλιστερά βότσαλα σε ήδη υπάρχοντα βουνά από δαύτα, πάνω στα τσιμέντα της προβλήτας.
«Τι να είναι αυτά που ξεφορτώνουν;»
«Ξέρω γω; Μυστήριο»
«Πάμε να δούμε από κοντά»
«Δεν προφταίνουμε, σε λίγο νυχτώνει. Πρέπει να γυρίζουμε σιγά σιγά»
«Ανοησίες»
Δεν πήγαμε κοντά. Την άλλη μέρα, στην επόμενη εξόρμηση πάλι στα βόρεια, καταλάβαμε:
«Ρε συ, μύδια ήταν». Το τρακτεράκι με την καρότσα, εκμεταλλευόμενο την άμπωτη, κουβαλούσε φόρτωμα ολόκληρο στα βαθειά, το άδειαζε στα επιλεγμένα σημεία και γύριζε πίσω, ξαναγέμιζε από το επόμενο φορτηγό και ξανά μέσα. Μύδια και όστρακα μεταφερμένα από όλες τις γωνιές της γής, εμβαπτιζόμενα στο αγριεμένο νερό της Βόρειας Θάλασσας, κοντά στο σεληνιακό τοπίο με τα βράχια του Ετρετά, θα παρέμεναν εκεί τουλάχιστον τριάντα μέρες –κι έπειτα θα σκορπίζονταν σ’ όλη τη χώρα για να τα γευτούν οι μερακλήδες όπου γης, μέσα σε ανοξείδωτους δίσκους με τρίποδα, ανάμεσα σε τριμμένο πάγο, και μ’ ένα μπλε κουβαδάκι στο πλάι για να πετάς το κέλυφος. Τις ώρες εκείνες δε μιλούσε κανένας. Ακουγόταν μόνο το τσακ, ήχος απόλαυσης, βλέμμα στο δίσκο που αραίωνε.
‘Ηταν τότε που τρυπώναμε στα πιο απίθανα μέρη: Σε μια φάρμα με άλογα. Στις επάλξεις ενός μεσαιωνικού κάστρου. Στο μικρό στενακί που έβγαιναν μυρωδιές σκόρδου και κρασιού. Σε καστέλλια ανεμισμένα και γεμάτα βρύα. Σε μικρά χωριά με το σκεπαστό κέντρο όπου πουλούσαν σαλάμια, τυριά και ανοιχτήρια. Σε ξενοδοχεία με επιχρυσωμένες πόρτες και ετοιμόρροπους μεσότοιχους. Σε ξέθωρες αφηγήσεις, κεντημένες σε ταπισερί με ιπποτικό χιούμορ. Σε υπόγειες κατακόμβες, ψαύοντας αρχαία μενίρ και παρακολουθώντας λασπωμένα καβούρια και βάρκες γερτές. Αποχαιρετώντας το σέλας, κατεβαίνοντας σε κάβες με αψέντι, γιορτάζοντας σε μια πόλη που δεν κοιμόταν, πλάι σ’ ένα πιάνο στη μέση του δρόμου.
Γυρεύω να ξαναθυμηθώ τα πάντα, γυρισμένα και αγαπημένα όπως τα βουνά από το μαύρο χρυσάφι που, τότε, δεν είχαμε το χρόνο να περιεργαστούμε. Διότι με βεβαιότητα, εκεί θα ξαναγυρίσουμε για να δούμε κι άλλα που δεν είδαμε. Με την ίδια σύνθεση, με την ίδια ορμή. Promise.