Το σωτήριον έτος 1998, όταν ακόμα ζούσαμε οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη, έχοντας βιώσει ήδη την απαράμιλλη ατμόσφαιρα των «μακεδονικών ημερών» (συλλαλητήρια-Βεργίνα-Αλέξανδρος/Φίλιππος και τα συναφή), βρέθηκα για τις ανάγκες της τότε έρευνάς μου στη Μ. Βρετανία, μετά από άλληλογραφία με τον διευθυντή των Ελληνικών και Ρωμαϊκών Αρχαιοτήτων του ΒΜ. Ήταν δε, ο εν λόγω κύριος, ένας απ’ τους στόχους των ελληνικών ΜΜΕ ως προς το θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα και, ως εκ τούτου, αρκούντως δαιμονοποιημένος για το θέμα που ως και σήμερα συζητάμε.
Ομολογώ πως, παρά τις άμεσες και θετικές απαντήσεις του στο δικό μου θέμα, πήγαινα να τον συναντήσω με βαρειά καρδιά, θεωρώντας ότι θα με αντιμετώπιζε περίπου σα μύγα, και μάλιστα ενοχλητική. Είχαμε εισπράξει ήδη ως χώρα πολλαπλές αρνήσεις για το ζήτημα των Γλυπτών, και ήδη οι μακεδονικές ημέρες μας έμοιαζαν να έχουν ξεφουσκώσει. Στις ελληνικές υπηρεσίες του αρμόδιου υπουργείου δεν κουνιόταν φύλλο –όλοι έμοιαζαν να έχουν έστω σιωπηρά αποδεχτεί πως «δε μας καταλαβαίνουν». Παλιό το άθλημα.
Μετά από απλό απευθείας τηλεφώνημα στο πρώτο τηλέφωνο που μου είχε στείλει στις επιστολές του, κλείσαμε ένα ραντεβού για την επομένη (σε απλά, κατανοητά και αργά διατυπωμένα αγγλικά) και προσήλθα, πλήρης άγχους, στο γραφείο του, στον πρώτο όροφο του ΒΜ. Ο διευθυντής με περίμενε με πλατύ χαμόγελο και με μία σειρά σχετικών δημοσιεύσεων, ετοιμοπαράδοτων άνευ άλλου τινός. «Κοιτάξτε τι βρήκα για το θέμα σας», μου είπε με ενθουσιασμό πρωτοετούς. «Βέβαια, σαν πιο ειδική, θα πρέπει να έχετε υπόψη σας κάποιες από αυτές τις δημοσιεύσεις…» Κοίταζα τα χαρτιά, χωρίς να μπορώ να το πιστέψω. «Εσείς ξέρετε καλύτερα το πεδίο, όχι εγώ» είπε με το ίδιο ευγενικό χαμόγελο. «Μπορείτε να επιλέξετε, κι εγώ αμέσως θα σας τα φωτοτυπήσω. Με την ησυχία σας». Με χέρια λίγο τρεμάμενα, ξεχώρισα στα γρήγορα τρία-τέσσερα απ’ αυτά. Βγάζοντας τη δική του κάρτα για φωτοτυπίες από το συρταράκι του, βγήκε στον προθάλαμο μοναχός του και μου ετοίμασε τα αντίγραφα. Δίνοντάς μου τα χαρτιά, μου ζήτησε να τον ακολουθήσω. Σκέφτηκα φευγαλέα τους οικείους μου, αλλά σκέφτηκα και το θέμα μου. Άλλωστε, φαινόταν κύριος.
«Θα επισκεφτούμε την Φωτοθήκη μας», με ενημέρωσε, ίσως επειδή με είχε δει αρκετά σοκαρισμένη, και με οδήγησε σε κάτι έγκατα του Μουσείου, ανάμεσα σε παλιές ξύλινες βιβλιοθήκες με χοντρά ντοσιέ, όπου πίσω από ένα ξύλινο γραφείο του προηγούμενου αιώνα καθόταν ένας γέρων με κάτασπρα μαλλιά και γυαλιά πατομπούκαλα, οι μανσέτες του παλιού υπαλλήλου μόνο έλειπαν. «Ο κύριος whatever», με σύστησε. «Η φίλη από εδώ είναι συνάδελφος από την Ελλάδα, ενδιαφέρεται για…Έχετε κάτι;»
Η ζέστη εκεί μέσα και τα απανωτά σοκ με είχαν εξαντλήσει:
«Όχι, μια χαρά είμαι» είπα ψέματα και κρατήθηκα από ένα ντοσιέ που ήταν ανοιγμένο πάνω στο αρχαίο γραφείο, το ντοσιέ έγειρε και έπεσε στα πόδια μου. «Σόρρυ, δεν το ήθελα».
«Μην ανησυχείτε» είπε ο υπάλληλος που του έλειπαν οι μαύρες μανσέτες. «Ακαταστασία…εγώ φταίω», μάζεψε το ντοσιέ μ’ ένα γλυκό χαμόγελο. «Βεβαίως και θα εξυπηρετήσω την κυρία. Οι φωτογραφίες μας για το θέμα σας βρίσκονται στο ράφι 3.59 και σε κάποια άλλα, θα δείτε », συμβουλεύτηκε τις σημειώσεις του, που προφανώς είχε κρατήσει από πριν, με εντολή του κ. διευθυντή. «Μείνετε ήσυχος»
«Sure», είπε μόνο ο διευθυντής, κι ύστερα, σε μένα: «Θα είμαι στο γραφείο μου, αλλά καθόλου απασχολημένος. Θα δώ ένα φίλο, όποτε χρειαστείτε κάτι, είμαι στη διάθεσή σας».
Ο γέρων με τα πατομπούκαλα με οδήγησε με τη σειρά του ακόμα πιο μέσα, σ’ ένα κόσμο-άδυτο, μου πρότεινε φακέλους κι εγώ τους φορτωνόμουνα και τους κοίταζα λαίμαργα.
«Εδώ», είπε τέλος, «είναι και κάποια μη ταυτοποιημένα ευρήματα. Μπορείτε να τα παραγγείλετε, αλλά δεν έχω, δυστυχώς, τις αντίστοιχες δημοσιεύσεις. Να σας ενημερώσω, ότι κάθε φωτογραφία δημοσιευμένη στοιχίζει 40 λίρες. Όσα δεν έχουμε ταυτίσει, μπορώ να σας τα αναπαράγω δωρεάν. Η αναφορά –όποια αναφορά- θα πρέπει να σταλεί στο Μουσείο μόλις δημοσιοποιηθεί η διατριβή σας. Πάρτε το χρόνο σας, δεν βιαζόμαστε», μου διευκρίνισε τέλος και με άφησε στα άδυτα να ψάχνω, επιστρέφοντας στο γραφείο του μονόπαντος.
Το διάστημα που ακολούθησε, κάθησα σ’ ένα αρχαίο έδρανο που υπήρχε ανάμεσα στα ράφια, κατάπια όλη μου την έκπληξη, έκανα γρήγορους λογαριασμούς, γύρευα επειγόντως ένα τσιγάρο και τελικά κατέληξα σε δέκα κομμάτια. 400 λίρες, πληρωτέες με αντικαταβολή όταν πια θα έπαιρνα τις φωτογραφίες στα χέρια μου. Μάρβελους.
Φεύγοντας, ήθελα να φιλήσω τον γέροντα αλλά δεν το έκανα, κι επίσης δεν παρέλειψα να ευχαριστήσω τον διευθυντή, ο οποίος έβλεπε ένα φίλο, όπως είχε πεί, στον οποίο με σύστησε και πάλι, «η συνάδελφος από την Ελλάδα». Κοίταζα πίσω μου.
Εκείνη η σκηνή, όμως, που ο –κατάπτυστος, σύμφωνα με τα δικά μας ΜΜΕ δεδομένα- διευθυντής με σύστηνε ως «συνάδελφο» και μου έδινε, σε μια μόνο ημέρα, όλα τα στοιχεία για να προχωρήσω το θέμα μου, δε λέει να μου φύγει απ’ το μυαλό. Όπως και η, κατά δύο μέρες μεταγενέστερη εμπειρία μου στο Πανεπιστήμιο του Ρέντιγκ, όπου ο γραμματέας, ειδοποιημένος από την Πρυτανεία, μου άνοιγε κατακαλόκαιρο το Ure Museum για να μελετήσω ένα εύρημα. Σε ένα έρημο Campus. Χωρίς να με γνωρίζει κανείς, χωρίς να με έχει συστήσει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Ξέρω, ξέρω τι θα μπορούσε να πεί κάποιος –γιατί, όλα αυτά. Κι επίσης, ότι εισέπραξαν από μένα, την εποχή εκείνη, ένα σεβαστό ποσό για την αγορά των φωτογραφιών και των δικαιωμάτων δημοσίευσής τους –συν ένα μπόνους, την αναφορά τους σε επίσημο έγγραφο διατριβής, αν ποτέ δημοσιευόταν . Και ρωτώ, και απάντηση δεν αναμένω: έχει όλη αυτή η αντιμετώπιση καμία σχέση με το «δε ξέρω δεν απαντώ» και το «δεν προτίθεμαι να σας δώσω ευρήματα» των εγχωρίων συναδέλφων μας; Με το «Τα έχω υποσχεθεί στον κ. Τάδε Ταδόπουλο του γειτονικού ΑΕΙ και ως εκ τούτου, θέλω να με καταλάβετε», του συρμού πλέον, όσο έψαχνα χωρίς αποτέλεσμα στις αποθήκες των ελληνικών μουσείων;
Έχει πραγματικά κάποια σχέση το σύστημα που όλα αυτά τα χρόνια έχουν στήσει εκεί, στη γηραιά Αλβιόνα, με τη δική μας διαδικασία δημοσίευσης και τελικά αξιοποίησης αυτού που ονομάζουμε «μεγάλο πλούτο»; Με τη δυνατότητα να προκύψουν έρευνες και μεταπτυχιακά και διδακτορικά από τον –ομολογουμένως- μεγάλο αριθμό ευρημάτων που κάθε χρόνο συσσωρεύονται και αναπαύονται μέσα σε ανήλιαγες αποθήκες, για να μην ξαναδούν ποτέ τους το φώς του ήλιου;
Κάπως σαν συμπέρασμα: όσες και να είναι οι στριγγές φωνές για τα Γλυπτά, καμία δύναμη δεν πρόκειται να τα επαναφέρει στην πατρίδα τους, αν λογαριάσουμε το πόσο μπροστά έχουν προχωρήσει όσοι σήμερα τα νέμονται. Αν δεν αλλάξουμε το πλινθοπερίκλειστο σύστημα του παιδιάστικου «δικό μου», αν δε μάθουμε στην πράξη πόσο μεγάλο πλεονέκτημα είναι η αναγνώριση του επιστημονικού φορτίου ενός ευρήματος και η διαμόρφωση του αξιακού περιβάλλοντος για την παγκόσμια κληρονομιά που περιέχουν. Οι άνθρωποι που τα κρατούν, ξέρουν να τα διαχειρίζονται προς όφελος όλων μαζί με το δικό τους. Και δε θα μας τα δώσουν, στους αιώνες. Γιατί έχουν συμφέρον να τα έχουν. Ωραία. Ας διδαχτούμε όμως και λίγο απ’ την τεχνογνωσία τους να τα χειρίζονται. Στην τελική, γεμάτες είναι οι δεξαμενές μας. Κι όχι μονάχα από αρχαία αντικείμενα.