• Απόψεις
  • Αθλητικά
  • Μουσική
  • Cinema
  • Gaming
  • Ιστορία
  • Φαΐ
  • Βόλτες
  • Εκπομπές
Menu
  • Απόψεις
  • Αθλητικά
  • Μουσική
  • Cinema
  • Gaming
  • Ιστορία
  • Φαΐ
  • Βόλτες
  • Εκπομπές
Facebook Twitter Youtube

Η μεγάλη Αικατερίνη

  • Απόψεις
  • Javier Aporthito Castro
  • 25 Νοεμβρίου 2015

Της Αγίας Αικατερίνης σήμερα. Δεν είμαι και ιδιαίτερα θρήσκος είναι η αλήθεια(προς το καθόλου βασικά), αλλά πλήν όλων των υπολοίπων που γιορτάζουν σήμερα, γιορτάζει και η γιαγιά μου.

Η Αικατερίνη ή Τιτίκα όπως μάθαμε εμείς να τη φωνάζουμε, γεννήθηκε στο Κιλκίς το 1926. Γόνος εύπορης οικογένειας με επιφάνεια και όνομα στην περιοχή, αφού ο πατέρας της ο Θανάσης ήταν από τους σημαντικότερους εμπόρους της περιοχής, καθώς και αντιπρόσωπος στην περιοχή ενός από τους σημαντικότερους πολιτικούς της περιόδου, του πρώτου που μίλησε στην Ελλάδα για αβασίλευτη δημοκρατία εκείνη την εποχή, του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, με τον οποίο ήταν και προσωπικός φίλος. Το σπίτι της οικογένειας την εποχή εκείνη ήταν σημείο αναφοράς για την κλειστή κοινωνία του Κιλκίς, αφού η οικογένεια κατάγονταν από την Ανατολική Θράκη και στους Έλληνες κατοίκους της εν λόγω περιοχής είχε δοθεί ένας μήνας προθεσμία από το τουρκικό κράτος να συγκεντρώσουν το βιός τους και να εγκαταλείψουν την περιοχή.

Έτσι λοιπόν, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Κιλκίς, στήνοντας την επιχείρηση η οποία γρήγορα αναπτύχθηκε και ως εκ τούτου είχε τη δυνατότητα να ατενίζει το μέλλον με αισιοδοξία. Όλα όμως ανατράπηκαν όταν η γιαγιά ήταν στην ηλικία των 5 ετών. Η μικρή της αδελφή στην προσπάθειά της να καταπιεί ένα από τα χάπια που έδιναν στα παιδιά την εποχή εκείνη της πρώιμης ιατρικής, πνίγηκε. Τίποτα δεν ήταν ίδιο από εκείνη τη στιγμή. Η Αγγελική, η μητέρα της γιαγιάς μου, θεώρησε εαυτόν υπεύθυνη για το θάνατο του παιδιού της και από εκείνο το σημείο και μετά δεν ήταν ποτέ ξανά η ίδια, δίνοντας πολλές φορές την εντύπωση ότι δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον.

Η οικογένεια παρά την απώλεια προσπάθησε να ξανασταθεί στα πόδια της. Σε βάθος 13 ετών περίπου, απέκτησε άλλα 2 παιδιά, τον Νικόδημο και τον Ντίνο. Οι ρυθμοί έδειχναν να επανέρχονται στο φυσιολογικό, μέχρι που η οικογένεια χτυπήθηκε ξανά από την ασθένεια και στη συνέχεια από τον πόλεμο.

Ο πατέρας της οικογένειας διαγνώστηκε με μια μυϊκή πάθηση, η οποία δεν του επέτρεπε να εργαστεί, να φροντίσει την οικογένειά του, καλά-καλά να σηκωθεί από το κρεβάτι. Η μητέρα της οικογένειας δεν ήταν σε δυνατότητα ούτε να φροντίσει τον άντρα της, ούτε και να αναλάβει τη φροντίδα των παιδιών της. Έτσι λοιπόν η γιαγιά μου αναγκάστηκε να αναλάβει τη φροντίδα του άρρωστου πατέρα της, ο οποίος όμως δεν άντεξε για πολύ και έφυγε από τη ζωή κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Η εποχή του πολέμου, όπως θα έχετε όλοι ακούσει ή διαβάσει, δεν ήταν διόλου εύκολη. Από την άποψη της παροχής των απαραιτήτων τροφίμων κτλ, τα πράγματα στην επαρχία ήταν λίγο καλύτερα από τα αστικά κέντρα, αλλά οι Γερμανοί και οι ντόπιοι συνεργάτες τους έκαναν το βίο των Κιλκισιωτών αβίωτο.

Η γιαγιά γρήγορα οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ, το τμήμα νεολαίας του ΕΛΑΣ, προσπαθώντας να μείνουν ζωντανοί και να βοηθήσουν και τον αγώνα των ανταρτών με όποιον τρόπο μπορούσαν. Το σπίτι της οικογένειας, το αρχοντικό, όπως το ονόμαζαν εκείνη την εποχή, επιτάχθηκε γρήγορα από τις δυνάμεις κατοχής για τη φιλοξενία εκεί υψηλόβαθμων Γερμανών αξιωματικών που κατέφθαναν στην περιοχή. Παρά τα ζόρια και τον κίνδυνο που αντιμετώπισε η οικογένεια, τα κατάφερε και άντεξε.

Ήρθε λοιπόν κι η μέρα που οι Γερμανοί έφυγαν και οι μεραρχίες του ΕΛΑΣ κυρίευσαν το Κιλκίς. Φυσικά, αυτοί οι οποίοι πλήρωσαν το τίμημα των κακουχιών και των εγκλημάτων των Ναζί, ήταν αυτοί που συνεργάστηκαν μαζί τους. Όταν λοιπόν σύσσωμη η κοινωνία της πόλης τους κυνηγούσε, ένας ΠΑΟτζης(για όσους δε τους γνωρίζουν, πρόκειται για τα τάγματα ασφαλείας της βορείου Ελλάδος), ζήτησε να τον κρύψουν στο σπίτι. Έτσι κι έγινε λοιπόν, η οικογένεια αποφάσισε να δώσει άσυλο στον καταπιεστή της για τόσα χρόνια, με κίνδυνο φυσικά και για την ίδια τους τη ζωή, αφού η περίθαλψη εχθρού τιμωρούνταν με θάνατο από τον ΕΛΑΣ. Την επόμενη μέρα, οι αντάρτες της περιοχής συγκέντρωσαν τους συνεργάτες των Γερμανών που μπόρεσαν να συλλάβουν και τους εκτέλεσαν μαζικά.

Ο πόλεμος λοιπόν τελείωσε, όχι όμως και τα ζόρια για την οικογένεια. Με τον πατέρα να έχει πεθάνει, τη μητέρα να μη βρίσκεται σε θέση να φροντίσει την οικογένεια, η κόρη ήταν αυτή που έπρεπε να αναλάβει τα ηνία. Λόγω του παρελθόντος της στην ΕΠΟΝ και των αριστερών καταβολών της(μην ξεχνάμε, μιλάμε για την Ελλάδα του εμφυλίου), το να βρεί δουλειά ήταν κάτι ακατόρθωτο για την κεφαλή πλέον της οικογένειας. Έτσι λοιπόν, αποφάσισε να φύγει για τη Θεσσαλονίκη, για να εξασφαλίσει το μέλλον της οικογένειάς της.

Η έφεση της γιαγιάς στις ξένες γλώσσες και το πείσμα της να κερδίσει μια καλύτερη ζωή για αυτήν και την οικογένειά της, την έφεραν στην πόρτα μιάς από τις ισχυρότερες Εβραϊκές εμπορικές οικογένειες της πόλης. Ανέλαβε διεκπεραιωτής της αλληλογραφίας της επιχείρησης, κερδίζοντας σταδιακά την απόλυτη εμπιστοσύνη τους.

Με την πρώτη ευκαιρία, έφερε και την οικογένειά της κοντά της. Τα χρόνια περνούσαν και η κατάσταση έδειχνε να σταθεροποιείται. Κάποια στιγμή, γνώρισε τον Κώστα, τον άνθρωπο που έμελλε να γίνει συνοδοιπόρος της για τα επόμενα πολλά χρόνια. Οι δυσκολίες αρκετές, αλλά η θέλησή τους ήταν αρκετή για να τα καταφέρουν και να φτιάξουν τη δική τους οικογένεια.

Και πάλι όμως, οι δυσκολίες δεν έλειψαν. Στα 40 του χρόνια, ο παππούς διαγνώστηκε με το σύνδρομο Αδαμαντιάδη-Μπεχτσέ, ένα ιδιαίτερα σπάνιο και εξαιρετικά επικίνδυνο σύνδρομο που συναντάται κυρίως σε παραθαλάσσιες χώρες. Θεραπεία γνωστή δεν υπήρχε και η πρόβλεψη των γιατρών ήταν ότι το προσδόκιμο ζωής του είναι περίπου 5 χρόνια ακόμη.

Ο παππούς πέθανε το 2003, σε ηλικία 78 ετών. Η φροντίδα που του παρείχε η γιαγιά σε συνδυασμό με τη δική του θέληση για ζωή και την ανάλαφρη άποψη που είχε γενικότερα για το τι σημαίνει ζωή, του επέτρεψαν να ζήσει περισσότερο και πάνω από όλα να μη ζήσει σαν άρρωστος. Με πρόφαση την αναζήτηση γιατρών για την περίπτωσή του, γύρισαν όλο τον κόσμο, λείποντας για μήνες ολόκληρους γιατί δεν ήθελαν να αφήσουν τίποτα που να μη το δούν.

Σήμερα, η γιαγιά είναι στα 89. Του χρόνου θα μπεί στην 9η δεκαετία της ζωής της, κι όμως ακόμη μπορώ να πώ ότι κρατιέται μια χαρά. Έχει βέβαια τις παραξενιές των μεγάλων ανθρώπων, πάντα θα σε ρωτάει αν έφαγες, θα σου λέει να ντύνεσαι καλά και όλα τα κλασσικά εικονογραφημένα των ανθρώπων που περνάνε μια ηλικία. Να είστε δίπλα στους ηλικιωμένους ανθρώπους του περιγύρου σας. Το μόνο που σας ζητάνε είναι να τους ακούσετε, για δέκα έστω λεπτά, δε ζητάνε τίποτα περισσότερο από λίγη προσοχή. Κι ας σας λένε συνεχώς τα ίδια, κι ας πιστεύετε ότι τα μυαλά τους είναι κολλημένα σε πρότερες εποχές. Δε θα είναι για πάντα δίπλα μας όμως και αυτές οι γενιές πέρασαν καταστάσεις που εμείς οι νεότεροι δε μπορούμε να τις διανοηθούμε κάν. Μόνο να μάθεις και να κερδίσεις έχεις από αυτά που έχουν να σου πούν.

Μοιραστείτε το

Share on facebook
Share on twitter
Share on linkedin
Share on pinterest
Share on email
Javier Aporthito Castro

Javier Aporthito Castro

Καρντάσι από πάντα, οι 2 σταθερές στη ζωή μου ο ΠΑΟΚ και το φαγητό. Μπορείς να διαφωνήσεις μαζί μου, αρκεί να το πείς με καλό τρόπο. Πολιτική, μουσική, σινεμά κλπ είναι στην ημερήσια διάταξη πάντα με ένα συγκεκριμένο στύλ.

Αφήστε μια απάντηση Ακύρωση απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Άλλα από την ίδια κατηγορία

Javier Aporthito Castro

Η μεγάλη Αικατερίνη

Της Αγίας Αικατερίνης σήμερα. Δεν είμαι και ιδιαίτερα θρήσκος είναι η αλήθεια(προς το καθόλου βασικά), αλλά πλήν όλων των υπολοίπων που γιορτάζουν σήμερα, γιορτάζει και

Περισσότερα
25 Νοεμβρίου 2015 Δεν υπάρχουν Σχόλια

Developed & Designed by devCK | Copyright © 2020 – Alll rights reserved

  • Ποιοι είμαστε
  • Καταστατικό
  • Όροι Χρήσης
  • Επικοινωνία
Menu
  • Ποιοι είμαστε
  • Καταστατικό
  • Όροι Χρήσης
  • Επικοινωνία