Από το σόϊ του πατέρα μου είχαμε δυό θείες αμερικάνες. Τη Μαρίκα και τη Βασιλική. Ξαδέρφες της γιαγιάς, είχαν ζήσει χρόνια στην Αμερική και είχαν επιστρέψει, υπέργηρες πιά, να κατοικήσουν στη Θεσσαλονίκη, μαζί με μια νεαρή ελληνοαμερικάνα προστατευόμενή τους.
Οι θείες αυτές λοιπόν, όταν γίνονταν εκλογές στις ΗΠΑ πήγαιναν να ψηφίσουν στο προξενείο. Έβαζαν λοιπόν τα καπέλλα τους, κοτσάρανε και κάτι μεγάλα λουλούδια κατά προτίμηση χρώματος ρόζ στο πέτο, δαχτυλίδια βραχιόλια και τα συναφή και έσπευδαν να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα. Η δε γιαγιά μου, η οποία αγαπούσε την καζούρα, τις προέτρεπε σ’ αυτό, ώστε να μην κινδυνέψει ο εκάστοτε υποψήφιος πρόεδρος της Αμερικής να ξεμείνει εκτός νυμφώνος και Λευκού Οίκου, από τη δικιά τους αποχή και μόνο.
«Τι ψηφίσατε, θεία Μαρίκα;» ρωτούσαμε στις οικογενειακές συγκεντρώσεις.
«Εμείς πάντα το Νίξον ψηφίζομε», ήταν η στερεότυπη απάντησή τους.
«Μη χάσει η Βενετιά βελόνι», συμπλήρωνε χαμηλόφωνα η γιαγιά στους παρακείμενους της παρέας.
Ο Νίξον εκείνος έσβησε αργά, ταπεινώθηκε ίσως, κι ύστερα πήγε να βρεί τις θείες τις αμερικάνες ένθα όπου δεν υπάρχει λύπη και στεναγμός. Το σθεναρό όμως κόλλημα της Μαρίκας και της Βασιλικής για την ιερή ψήφο στο προξενείο παρέμεινε για χρόνια οικογενειακό ανέκδοτο –όταν, για παράδειγμα, ο πατέρας μου ήθελε να ξεγλυστρίσει από την (πάγια, όπως όλοι γνωρίζαμε) απάντηση για το τι ψήφιζε στις εκλογές, απαντούσε στερεότυπα «εμείς πάντα τον Νίξον ψηφίζομε», χρησιμοποιώντας μάλιστα την επισεσυρμένη και λίγο ψευδή προφορά της θείας της Μαρίκας, η αδερφή της κουνούσε απλά το κεφάλι προς επιβεβαίωση.
Την αναφορά αυτή επαναφέρω στη μνήμη μου, καθώς ακούω δεξιά-ζερβά όλο το τελευταίο διάστημα να γίνεται τόσος λόγος για τις επικείμενες (εσωκομματικές) εκλογές ενός κόμματος που έχει αφήσει έντονη τη σφραγίδα του στα μεταδικτατορικά δρώμενα της χώρας –και όχι μόνο. Η δεξιά παράταξη, εκείνη η ίδια που επί σειρά ετών έβγαινε μονοκούκι και ψύχραιμη, με τις ευλογίες όλων των ξένων, εκείνη η ίδια που μεταστράφηκε φυσικά για να άρει κατά το δυνατόν αδικίες και αμφισημίες του παρελθόντος, εκείνη η ίδια που επιβίωσε από κακούς και μνησίκακους αρχηγούς αναδεικνύοντας εκ των υστέρων ένα σώφρον και θεσμικό πρόσωπο για να ακολουθηθεί στη συνέχεια από σειρά αλαλαζόντων -εκείνη η ίδια λοιπόν έχει αποδείξει ότι το συντηρητικό πρόσημο στα πολιτικά μας πράγματα δεν έχει εξαλειφθεί, και ότι η διελκυστίνδα αυτή θα συνεχίσει να υπάρχει, όποιες και να είναι οι εξελίξεις. Ωραία. Και;
Διότι, πέραν από την –ανομολόγητη, ίσως- διαφημιστική καμπάνια μιας τέτοιας φασαρίας για τα εσωκομματικά ενός από τα πολιτικά κόμματα της χώρας, κανένα άλλο κέρδος δε φαίνεται να προκύπτει για την ίδια, ούτε και για τους διαφωνούντες ή συμφωνούντες περιοίκους. Το στάτους φαίνεται αρκετά γερό για να αντέξει και καλούς και κακούς επικεφαλής, διότι το σώμα των πραγματικών ψηφοφόρων εξακολουθεί να παραμένει πιστό στην ιδεολογία και όχι στα πρόσωπα, και να προσδίδει ασφάλεια στη συντηρητική λογική. Και καλώς. Δημοκρατικός ο πήχυς. Ποιους αφορά, όμως;
Στα σίγουρα δεν αφορά όλους εκείνους που, θεωρώντας πως κάνουν αντίπραξη στην τωρινή κυβέρνηση, θα σπεύσουν να ψηφίσουν τον ένα ή τον άλλο υποψήφιο. Μη έχοντας ποτέ στο παρελθόν αγγίξει ούτε μια κεραία από όσα το ίδιο το κόμμα είχε μετέλθει, είτε για να αναρριχηθεί στην εξουσία, είτε για να την ασκήσει, είτε για να παραμείνει σ’ αυτήν. Μη έχοντας, με λίγα λόγια, καμμιά απολύτως σχέση με όσα πρέσβευε ή πρεσβεύει, και ενδεχομένως ούτε και με όσα στο μέλλον θα πράξει, από όποια θέση και αν βρεθεί στο πολιτικό σκηνικό. Αν, για παράδειγμα, το κόμμα που διεκδικεί την ιστορική αυθεντία στον αντίστοιχο αριστερό χώρο, κάποια στιγμή προκήρυσσε ανοιχτή εκλογή του ηγέτη του, πόσο συνεπείς θα μπορούσαν να αισθάνονται μετέχοντας στη διαδικασία όσοι θα προσέρχονταν στην κάλπη, ακόμα και αν είχαν έκδηλο, άμεσο και προσωπικό ενδιαφέρον για την επόμενη μέρα του χώρου αυτού;
Η δεξιά παράταξη έπαιξε με πολλή προσοχή το παιχνίδι της. Διαφήμισε εαυτήν και παρουσίασε στην πασαρέλλα μια σειρά από πρόσωπα, επιλεγμένα με σπουδή και διακριτές διαφορές. Στη συνέχεια, θα χρησιμοποιήσει όλο εκείνο το σώμα των μη-ψηφοφόρων της (στις εθνικές εκλογές) ως δυνάμει υποστηρικτών της, έχει και τα στοιχεία τους. Πάντα είχε εκείνο τον πάγκο των «δυνάμει», από την εποχή του ΠΑΣΟΚ ακόμη. Δεν την ενδιαφέρει πραγματικά αν οι τωρινοί περίσσιοι προσερχόμενοι αποδέχονται τις ιδέες της και το πολιτικό της πρόγραμμα – βασίζεται στην απογοήτευση και την άρνηση του «άλλου». Το πώς θα διαχειριστεί αυτόν τον «αρνητικό» χώρο το έχουμε δεί στο παρελθόν. Έχει δυνάμεις και δεν κωλώνει.
Ο Νίξον, τελικά, δε σώθηκε από τις ψήφους της θείας της Μαρίκας και της θείας της Βασιλικής. Τότε όμως, τα πράγματα ήταν αλλιώς: για κείνες, ήταν μια ωραία βόλτα με τα καπέλλα τους και τις ροζ γαρδένιες. Τίποτα από αυτό το γαλήνιο σκηνικό όμως δεν ταιριάζει στο σημερινό. Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον αν μπορούσαμε να δούμε τη φάτσα του την επόμενη Κυριακή. Ρήλλυ, εσείς ξεπεράσατε και μένα, θα έλεγε. Ίσως. Έχετε βάλει ακόμα και τους «άλλους» και ψηφίζουν για σας. Αυτά θα έλεγε. Για ντροπή μας.